Το PKK Αυτοδιαλύεται

:

Τέλος εποχής ή νέα αρχή για τη Μέση Ανατολή;

Στις 12 Μαΐου 2025, το Κουρδικό Εργατικό Κόμμα (Partiya Karkerên Kurdistanê, PKK) ανακοίνωσε τη διάλυσή του, έπειτα από περισσότερες από τέσσερις δεκαετίες ένοπλου αγώνα ενάντια στην τουρκική κυβέρνηση. Αυτό συνέβη λίγο μετά από δημόσια έκκληση του φυλακισμένου ηγέτη του κόμματος Αμπντουλάχ Οτζαλάν, για διάλυση της οργάνωσης. Στις 11 Ιουλίου, μαχητές του PKK συμμετείχαν σε τελετή συμβολικής κατάθεσης των όπλων. Τι σημαίνει αυτό για τα κουρδικά απελευθερωτικά κινήματα και, ευρύτερα, για τη Μέση Ανατολή;

Στην παρακάτω ανάλυση, η Soma.r, μια Κούρδισσα φεμινίστρια αγωνίστρια με πάνω από δέκα χρόνια πολιτικής και ερευνητικής εμπλοκής στο κουρδικό απελευθερωτικό κίνημα, εξετάζει αυτά τα ερωτήματα. Mεγαλωμένη στο Ιράν και εγκατεστημένη στη διασπορά, βρίσκεται σε στενή επαφή με συμμετέχουσες στο κίνημα και παραμένει ενεργά συνδεδεμένη μαζί του.


Εισαγωγή

Μια ομάδα μαχητών του PKK προχώρησε σε συμβολικό αφοπλισμό στις 11 Ιουλίου 2025, στο Σπήλαιο Τζάσνα, στην αυτόνομη κουρδική περιοχή του Ιράκ. Ο χώρος αυτός έχει βαθιά ιστορική και πολιτική σημασία: το 1923 λειτούργησε ως καταφύγιο και βάση διοίκησης κατά τη διάρκεια των αποικιοκρατικών επιθέσεων των Βρετανών. Την ίδια χρονιά, έγινε το μυστικό τυπογραφείο της εφημερίδας Bangî Haq («Κάλεσμα της Αλήθειας»), της πρώτης επαναστατικής κουρδικής εφημερίδας που ίδρυσε ο δημοσιογράφος Αχμάντ Χουάτζα. Αυτή η πράξη συνέδεσε την αντι-αποικιακή αντίσταση με την πολιτική πάλη και την παράνομη δημοσιογραφία.

Έναν αιώνα αργότερα, ο αφοπλισμός σε αυτό το σημείο δεν είναι παράδοση—είναι πολιτική δήλωση, που αντηχεί μέσα στον χρόνο. Χαράζει μια γραμμή ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν, χρησιμοποιώντας τη μνήμη ως στρατηγική. Επιλέγοντας την Τζάσνα, οι μαχητές μας θυμίζουν: οι επαναστάσεις μπορεί να αλλάζουν μορφή, αλλά οι ρίζες τους είναι βαθιές. Εκεί όπου η αυτοκρατορία επεδίωκε τη σιωπή, οι Κούρδοι τύπωναν την αλήθεια. Εκεί που σήμερα κατατίθενται τα όπλα, μπορούν να αναδυθούν νέοι αγώνες—ριζωμένοι στην ίδια γη, αλλά διαμορφωμένοι από νέα φαντασιακά.

Το Σπήλαιο Τζάσνα, ο τόπος της συμβολικής κατάθεσης των όπλων του PKK στις 11 Ιούλη του 2025

Η πράξη αυτή αποκτά επιπλέον βαρύτητα στο φως των πρόσφατων γεγονότων. Δύο ημέρες νωρίτερα, ο θρυλικός ηγέτης του PKK Αμπντουλάχ Οτζαλάν εμφανίστηκε με βιντεοσκοπημένο μήνυμα—στην πρώτη του δημόσια εμφάνιση από το 1999—καλώντας σε τερματισμό του ένοπλου αγώνα και σε αποφασιστική στροφή προς τη δημοκρατική πολιτική. Η στιγμή αυτή δεν καλεί απλώς για μνήμη, αλλά για ερμηνεία: πώς ένα αντάρτικο κίνημα, που άλλοτε ταυτιζόταν με την ένοπλη αντίσταση, πραγματοποιεί μια πολιτική μεταμόρφωση μέσω συμβολικών πράξεων;

Για να κατανοήσουμε την αυτοδιάλυση του PKK, πρέπει να λάβουμε υπόψη την ευρύτητα της κοινωνικής του βάσης, η οποία εκτείνεται σε δεκάδες εκατομμύρια ανθρώπους. Από τότε που ο Οτζαλάν φυλακίστηκε το 1999, το κουρδικό κίνημα στην Τουρκία έχει εξελιχθεί πέρα από τις αντάρτικες του ρίζες, σε ένα σύνθετο πολιτικό σχέδιο που είναι βαθιά ριζωμένο σε ποικίλες κοινωνικές και γεωγραφικές πραγματικότητες — αστικές και αγροτικές, κοσμικές και θρησκευτικές, κουρδικές και μη κουρδικές — με το προλεταριάτο να παραμένει κεντρικός άξονας. Το κίνημα λειτουργεί πλέον μέσω μιας υβριδικής δομής που συνδυάζει μια ένοπλη πτέρυγα στο [Καντίλ] (https://el.wikipedia.org/wiki/Όρη_Καντίλ) με ένα ευρύ πολιτικό και κοινωνικό δίκτυο που περιλαμβάνει συνδικάτα, δήμους, νόμιμα πολιτικά κόμματα, γυναικείες οργανώσεις, μέσα ενημέρωσης και πλατφόρμες διεθνιστικής αλληλεγγύης. Η πολιτική του πρακτική είναι ταυτόχρονα τοπική και διακρατική, νόμιμη και μυστική, στρατιωτικοποιημένη και βαθιά κοινωνική. Ανάμεσα στις πιο μεταμορφωτικές εξελίξεις συγκαταλέγεται η άνοδος του Κουρδικού Κινήματος Γυναικείας Απελευθέρωσης (KWLM), το οποίο έχει αναδείξει την έμφυλη χειραφέτηση όχι μόνο ως σύμβολο, αλλά και ως στρατηγικό πυρήνα. Στις επιστολές του Οτζαλάν, στο εγχείρημα της Ροζάβα και στον διευρυνόμενο ρόλο του KWLM, αναγνωρίζεται σταθερά ως το πιο σημαντικό επίτευγμα του PKK στη σύγχρονη εποχή.

Μια σημαντική εξέλιξη για το κουρδικό πολιτικό τοπίο αποτέλεσε η ανακοίνωση της διάλυσης του PKK, μετά το 12ο Συνέδριό του. Η απόφαση αυτή προέκυψε από μια σειρά διαλόγων που ξεκίνησαν τον Οκτώβριο του 2024, με τη μεσολάβηση του ανιψιού του Οτζαλάν και της αντιπροσωπείας του Κόμματος Ισότητας και Δημοκρατίας των Λαών (HEDEP). Οι συζητήσεις πυροδοτήθηκαν επίσης από δηλώσεις του ηγέτη του ακροδεξιού εθνικιστικού κόμματος (Milliyetçi Hareket Partisi, MHP) Ντεβλέτ Μπαχτσελί. Ο Οτζαλάν τόνισε την ανάγκη μετάβασης του κουρδικού ζητήματος από την ένοπλη πάλη στη δημοκρατική πολιτική, δηλώνοντας ότι έχει την ικανότητα να ηγηθεί αυτής της μεταστροφής — εφόσον υπάρχουν οι κατάλληλες συνθήκες.

Ως απάντηση, το PKK ξεκίνησε εσωτερικές διαβουλεύσεις και εξέφρασε τη διαθεσιμότητά του να συγκαλέσει συνέδριο με την καθοδήγηση του Οτζαλάν. Στις 27 Φεβρουαρίου 2025, ο Οτζαλάν εξέδωσε επίσημα το “Κάλεσμα για Ειρήνη και Δημοκρατική Κοινωνία”, προτρέποντας το PKK να τερματίσει τις ένοπλες δραστηριότητές του και να αναλάβει την ευθύνη για την επίτευξη ειρηνικής λύσης. Το PKK ανταποκρίθηκε με τη μονομερή κήρυξη εκεχειρίας την 1η Μαρτίου. Στο επακόλουθο 12ο Συνέδριο, η απόφαση για τη διάλυση του PKK και τον τερματισμό του ένοπλου αγώνα εγκρίθηκε επίσημα από την ηγεσία τόσο του PKK όσο και του Κουρδικού Κόμματος Ελεύθερων Γυναικών (PAJK).1

Το στρατηγικό όραμα του Οτζαλάν αναπτύχθηκε εκτενώς στο τεύχος Μαΐου 2025 (αρ. 521) του Serxwebûn, του επίσημου μηνιαίου εντύπου του PKK. Σε αυτό το τελευταίο τεύχος δημοσιεύτηκε το πλήρες 20σέλιδο έγγραφο που ο Οτζαλάν υπέβαλε στο Συνέδριο, καθώς και μια τετρασέλιδη επιστολή προς τους αντιπροσώπους, στην οποία περιγράφεται το πολιτικό πλαίσιο της μετάβασης σε μια ειρηνική και δημοκρατική φάση του κουρδικού κινήματος. Ανακοινώνοντας το τέλος μιας αδιάκοπης 44χρονης πορείας, το περιοδικό διακήρυξε: «Όλα είναι έτοιμα για ένα νέο και πιο δυνατό ξεκίνημα».

Στην επιστολή της 27ης Απριλίου, ο Οτζαλάν σκιαγραφεί ένα μετασχηματιστικό όραμα για την μετα-PKK εποχή, με επίκεντρο τη δημοκρατική εθνότητα, την οικολογική και κοινοτική οικονομία, και τη δημοκρατική νεωτερικότητα ως εναλλακτικές τόσο προς το καπιταλιστικό έθνος-κράτος όσο και προς τον πραγματικό σοσιαλισμό. Προτάσει τη δημοκρατική κοινωνία ως το πολιτικό πρόγραμμα της νέας εποχής. Αντί για την κατάληψη του κράτους, προτείνει τη δημιουργία αυτόνομων, οριζόντιων δομών βάσης όπως οι κομμούνες. Στο πλαίσιο αυτό, έννοιες όπως ο δημοκρατικός σοσιαλισμός, ο κοινοτισμός και η περιφερειακή συνομοσπονδία αποτελούν τον πυρήνα όχι μόνο για την κουρδική απελευθέρωση αλλά και για έναν ευρύτερο περιφερειακό μετασχηματισμό. Ο Οτζαλάν ονομάζει αυτό το σχέδιο νέο διεθνισμό και καλεί όλα τα πολιτικά υποκείμενα να αναλάβουν ευθύνη για την υλοποίησή του, υποστηρίζοντας ότι μια επιτυχία στο Κουρδιστάν θα μπορούσε να πυροδοτήσει αλυσιδωτές εξελίξεις σε Τουρκία, Συρία, Ιράκ και Ιράν. 2 Τα κείμενα αυτού του τεύχους —συμπεριλαμβανομένων ομιλιών, ψηφισμάτων και εγγράφων του Συνεδρίου— αποτελούν μια προσπάθεια αναδιαμόρφωσης του στρατηγικού ορίζοντα του κινήματος.

Το κάλεσμα του Οτζαλάν για διάλυση δεν είναι πρωτοφανές — το PKK εδώ και καιρό ταλαντεύεται μεταξύ ένοπλου αγώνα και διαλόγου. Ωστόσο, αυτή η στιγμή σηματοδοτεί μια βαθύτερη ιδεολογική μετατόπιση: από το 2004, το κίνημα έχει αναδομηθεί γύρω από την έννοια της «δημοκρατικής συνομοσπονδίας» μέσω της Ένωσης Κουρδικών Δημοκρατικών Κοινοτήτων (KCK)— ενός σχηματισμού ομπρέλα που περιλάμβανε το PKK, αλλά απουσιάζει εντυπωσιακά από το παρόν σχέδιο διάλυσης.

Το ίδιο το νόημα της «διάλυσης» παραμένει εξαιρετικά αμφίσημο. Σηματοδοτεί το οριστικό τέλος του PKK; Αποτελεί απλώς μια αλλαγή ονόματος (rebranding); Ή μήπως μια τακτική αναδίπλωση εντός μιας μακροπρόθεσμης πολιτικής προσαρμογής; Και πιο ουσιαστικά: τι σημαίνει για τους αντι-κρατικούς και απο-αποικιοκρατικούς αγώνες στην περιοχή η διάλυση μιας δομής που ιστορικά συγχώνευσε την ένοπλη αντίσταση με τη λαϊκή κινητοποίηση;

Ακόμη και εντός του PKK, οι ερμηνείες διίστανται. Ο Ζάγκρος Χίβα, εκπρόσωπος Εξωτερικών Σχέσεων της KCK, δήλωσε στο Sterk TV ότι τα ψηφίσματα κάνουν λόγο για τερματισμό της ένοπλης σύγκρουσης, όχι για αφοπλισμό, και εξέφρασε σκεπτικισμό για τη δυνατότητα υλοποίησης, δεδομένου ότι τουρκικά στρατεύματα και αντάρτες βρίσκονται σε απόσταση μόλις 100 μέτρων σε κάποια σημεία. Άλλοι διαφωνούν. Ο Αμίρ Καρίμι, από τον κλάδο του PKK στο Ιράν, δήλωσε: «Όσοι έχουν πολεμήσει και υποφέρει περισσότερο έχουν και το μεγαλύτερο δικαίωμα να μιλούν για ειρήνη». Την ίδια ώρα, ο Πρόεδρος της Τουρκικής Εθνοσυνέλευσης Νουμάν Κουρτουλμούς, τοποθέτησε τη διαδικασία στο πλαίσιο μιας εθνικής προσπάθειας για την αποτροπή της ιμπεριαλιστικής αποσύνθεσης:

«Το Ιράκ και η Συρία έχουν διαμελιστεί, ο Λίβανος είναι ακυβέρνητος. Η Λιβύη, το Σουδάν και η Σομαλία έχουν διαιρεθεί. Αυτές οι χώρες έγιναν πεδία μάχης λόγω φυλετικών, εθνοτικών και θρησκευτικών συγκρούσεων, και κάποιες διαλύθηκαν από τρομοκρατικές οργανώσεις. Θα μπορούσαμε είτε να περιμένουμε παθητικά σαν πρόβατα για σφαγή, είτε να ενωθούμε Τούρκοι, Κούρδοι και όλοι οι άλλοι για να νικήσουμε αυτή την ιμπεριαλιστική ατζέντα. Επιλέξαμε το δεύτερο και προχωράμε μαζί.»

Όπως ήταν αναμενόμενο η ανακοίνωση προκάλεσε διχασμό, αβεβαιότητα και ένα ευρύ φάσμα αντιδράσεων ανάμεσα σε Κούρδους και Κούρδισσες αγωνιστές. Στην επόμενη ενότητα του άρθρου θα εξετάσουμε την ιστορική εξέλιξη της ένοπλης αντίστασης του PKK σε σχέση της με τις διαδοχικές αποτυχημένες ειρηνευτικές πρωτοβουλίες, και θα εξερευνήσουμε τις ευρύτερες επιπτώσεις της αυτοδιάλυσης του στα σημερινά αντι-κρατικά, αντι-καπιταλιστικά και αντι-αποικιακά κινήματα.

Θα ξεκινήσουμε με μια σύντομη επισκόπηση του πώς η επαναστατική βία αναδύθηκε μέσα από τον ένοπλο αγώνα στο κουρδικό κίνημα, και πώς αυτή η διαδρομή μπλέχτηκε σε μια αλληλουχία αποτυχημένων ειρηνευτικών πρωτοβουλιών, οι οποίες συχνά αναπαρήγαγαν νέους κύκλους πολέμου. Κατόπιν, θα στραφούμε στο κεντρικό ερώτημα: γιατί το PKK προχώρησε σε μονομερή αφοπλισμό; Θα εξετάσουμε την απόφαση αυτή σε σχέση με τις μεταβαλλόμενες πολιτικές δυναμικές σε περιφερειακό, εθνικό και παγκόσμιο επίπεδο. Τέλος, θα αναλογιστούμε τα διακυβεύματα, τις αβεβαιότητες και τους στρατηγικούς υπολογισμούς που συνοδεύουν αυτή την κίνηση, καταλήγοντας με μια φεμινιστική ανάγνωση που αναδεικνύει τον ρόλο του κουρδικού κινήματος γυναικείας απελευθέρωσης στη διαμόρφωση τόσο των ορίων όσο και των δυνατοτήτων αυτής της διαδικασίας.

Ο Αμπντουλάχ Οτζαλάν ανακοινώνει τη διάλυση του PKK σε βιντεοσκοπημένο μήνυμα τον Ιούλιο του 2025.

Η κουρδική εμπειρία: κρατική βία, δίχως κράτος

Όπως δήλωσε το PKK στις 12 Μαΐου 2025:

Το PKK γεννήθηκε ως κίνημα απελευθέρωσης ενάντια στην πολιτική άρνησης του κουρδικού λαού, όπως αυτή καθιερώθηκε με τη Συνθήκη της Λωζάνης και το Σύνταγμα της Τουρκίας του 1924.

Από την ιδιότητα του αναγνωρισμένου «έθνους» σε ιμπεριαλιστικά συμφραζόμενα, οι Κούρδοι μετατράπηκαν σε «εθνοτικές μειονότητες» μέσα σε κράτη που τους καταπίεσαν, τους αφομοίωσαν και τους εξαφάνισαν. Παρόλο που αριθμούν σχεδόν 40 εκατομμύρια — δηλαδή περίπου το 20% του πληθυσμού της Τουρκίας — οι Κούρδοι παραμένουν ο μεγαλύτερος λαός χωρίς δικό τους κράτος στον κόσμο, αποκλεισμένοι από πολιτική και πολιτισμική αναγνώριση.

Η κρατική καταστολή έχει λάβει συχνά γενοκτονικές μορφές: η εκστρατεία Ανφάλ του Ιράκ (1987–1988) στοίχισε τη ζωή σε 180.000 Κούρδους· οι πολιτικές αποεθνικοποίησης της Συρίας τη δεκαετία του 1960 άφησαν δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους χωρίς ιθαγένεια· το Ιράν παρουσιάζει τις στρατιωτικές του επιθέσεις στις κουρδικές περιοχές ως τζιχάντ· και η Τουρκία για δεκαετίες απαγόρευε τις λέξεις «Κούρδος» και «Κουρδιστάν», χαρακτηρίζοντας τους Κούρδους ως «ορεινούς Τούρκους». Ο πόλεμος ανάμεσα στο PKK και τον τουρκικό στρατό έχει μόνος του προκαλέσει πάνω από 40.000 θανάτους, στο πλαίσιο ενός ευρύτερου κουρδικού πολέμου που έχει στοιχίσει περισσότερες από 250.000 ζωές από τη δεκαετία του 1960.

Η Τουρκική Δημοκρατία οικοδομήθηκε πάνω στη γενοκτονία των Αρμενίων και στην άρνηση της κουρδικής ταυτότητας, και τα δύο βασικά εργαλεία για την επιβολή ενός ομογενοποιητικού εθνικιστικού σχεδίου. Το PKK γεννήθηκε τη δεκαετία του 1970 σε άμεση αντίδραση σε αυτό το καθεστώς αποκλεισμών. Η αντίστασή του δεν ήταν μόνο στρατιωτική, αλλά και πολιτισμική και πολιτική — κάτι που συμβολίζεται από τον όρκο της Λέιλα Ζάνα στο Κοινοβούλιο το 1991 («Δίνω αυτόν τον όρκο για την αδελφοσύνη των λαών της Τουρκίας και του Κουρδιστάν»), τον οποίο έδωσε στα κουρδικά, και για τον οποίο φυλακίστηκε για δέκα χρόνια.

Σήμερα, ο τουρκικός ιμπεριαλισμός συνδυάζει εσωτερική αποικιοκρατία με περιφερειακή νεο-ιμπεριαλιστική επέκταση. Από το 2016, η Άγκυρα έχει αναπτύξει ισλαμικές παραστρατιωτικές ομάδες δι’ αντιπροσώπων — όπως ο λεγόμενος «Εθνικός Στρατός της Συρίας» (SNA) — σε όλη τη βόρεια Συρία (Αφρίν, Αλ-Μπαμπ, Αζάζ, Τζαραμπλούς, Ιντλίμπ). Αυτές οι πολιτοφυλακές επιτρέπουν στην Τουρκία να αναθέτει τον πόλεμο σε τρίτους, ενώ ταυτόχρονα προωθεί μια νεο-οθωμανική ατζέντα εξαναγκασμένης αραβοποίησης, ισλαμοποίησης και δημογραφικής μηχανικής. Υποσχέσεις για μισθούς έως και 2.500 δολάρια προσελκύουν νεαρούς άνδρες που ζουν με μερικές δεκάδες δολάρια τον μήνα, μετατρέποντας τον πόλεμο σε επισφαλή απασχόληση.

Από το 2015, η Τουρκία έχει εξαπολύσει αλλεπάλληλες επιχειρήσεις — Ασπίδα του Ευφράτη, Κλάδος Ελαίας, Πηγή Ειρήνης — καταλαμβάνοντας κουρδικές περιοχές, εκτοπίζοντας πληθυσμούς και επιτρέποντας λεηλασίες, μαζική βία και εθνο-πολιτική αναδιάρθρωση. Οι αεροπορικές επιδρομές στο Ιράκ, σε περιοχές όπως Καντίλ και Σιντζάρ, έχουν ενταθεί — με ελάχιστη διεθνή αντίδραση. Αυτό το πολεμικό μοντέλο — ιδιωτικοποιημένο, επισφαλές και υπερεθνικό — έχει εξαπλωθεί και στη Λιβύη (2019–2020), στο Αζερμπαϊτζάν (2020), στην Υεμένη, στον Νίγηρα και στο Πακιστάν. Παραστρατιωτικά δίκτυα που συνδέονται με τις τουρκικές μυστικές υπηρεσίες, όπως η Ταξιαρχία Σουλτάν Μουράτ, επιχειρούν ακόμη και μέσα από κουρδικά χωριά, όπως το Σινάρα κοντά στο Αφρίν.

Η τουρκική επιρροή δεν περιορίζεται εντός των συνόρων: στην Ευρώπη, Κούρδοι ακτιβιστές παρακολουθούνται, συλλαμβάνονται ή δολοφονούνται. Οι στοχευμένες δολοφονίες σημαντικών φεμινιστικών μορφών, όπως η Σακινέ Τζανσίς (Παρίσι), Χεβρίν Χελέφ (Συρία) και Ναγκιχάν Ακάρσελ (Ιράκ), αποκαλύπτουν μια έμφυλη στρατηγική αποκεφαλισμού της επαναστατικής ηγεσίας και φίμωσης του διεθνιστικού φεμινιστικού λόγου. Ο τουρκικός ιμπεριαλισμός συγχωνεύει ισλαμιστικοποίηση μέσω παραστρατιωτικών, υπερεθνικές πολεμικές οικονομίες, και κατακερματισμένες ηγεμονίες, παράγοντας ένα απορρυθμισμένο καθεστώς βίας στο οποίο η λογική της αγοράς υπερισχύει του κρατικού συμφέροντος.

Αυτή η υπερεθνική βία δεν είναι μια μεμονωμένη προέκταση της κρατικής ισχύος, αλλά κεντρικός μηχανισμός μιας ευρύτερης γεωπολιτικής ατζέντας. Η επιθετική αυτή προβολή ισχύος δεν είναι απλώς ευκαιριακή· αποτελεί μέρος ενός νεο-οθωμανικού, νεο-αποικιακού σχεδίου, που στοχεύει στην επανεπιβολή του τουρκικού ελέγχου σε πρώην οθωμανικά εδάφη. Κεντρικό στοιχείο αυτού του οράματος είναι η ενσωμάτωση της γεωγραφίας και των πόρων του Κουρδιστάν στη νέα αρχιτεκτονική του παγκόσμιου εμπορίου — ιδίως μέσω του λεγόμενου Μεσαίου Διαδρόμου (Middle Corridor), όπως αναλύεται παρακάτω.

Κι όμως, αυτή η βία έχει γεννήσει μια εξίσου διεθνή αντίσταση. Το PKK πολιτικοποίησε το κουρδικό ζήτημα, μετασχηματίζοντας έναν άοπλο, χωρίς κράτος πληθυσμό σε οργανωμένο πολιτικό υποκείμενο. Μεγάλο μέρος του έργου του καθοδηγείται από γυναίκες και αποτελεί ένα από τα ελάχιστα σύγχρονα επαναστατικά σχέδια που τοποθετούν στο επίκεντρο την κοινωνική δικαιοσύνη, τον πλουραλισμό και τη ριζική κριτική της εξουσίας. Σε αντίθεση με κρατικιστικές, στρατοπεδικές ή εθνοκεντρικές εκδοχές της αριστεράς — οι οποίες διαμορφώνονται κυρίως από ιεραρχικά, στρατιωτικοποιημένα και ανδροκεντρικά παραδείγματα — το κουρδικό κίνημα, και ιδιαίτερα η φεμινιστική του διάσταση, μετατοπίζει την πολιτική από το κρατοκεντρικό μοντέλο σε ενσωματωμένες, τοπικοποιημένες και αλληλέγγυες μορφές. Το σύνθημά του, Jin, Jiyan, Azadî («Γυναίκα, Ζωή, Ελευθερία»), σφυρηλατημένο μέσα από δεκαετίες αγώνα των υποτελών της μετά-αποικιογρατίας, έγινε παγκόσμια κραυγή κατά τη διάρκεια της εξέγερσης στο Ιράν το 2022.

Όμως, αυτή η αντίσταση κατέστη δυνατή χάρη στον ένοπλο αγώνα. Και αυτό μας φέρνει στο κομβικό ερώτημα: Τι απογίνεται ο κουρδικός επαναστατικός ορίζοντας μετά την ανακοινωθείσα διάλυση του PKK;

Η ειρήνη ως προσωπείο πολέμου: η επαναλαμβανόμενη προδοσία του κουρδικού κινήματος

Η επαναλαμβανόμενη κατάρρευση των ειρηνευτικών διαδικασιών στο Κουρδιστάν δεν αποκαλύπτει έλλειψη δέσμευσης από πλευράς των Κούρδων, αλλά τη βαθιά ριζωμένη άρνηση των κρατών της περιοχής να αναγνωρίσουν τα κουρδικά δικαιώματα. Στο Ιράν, οι συνομιλίες της Βιέννης το 1989 κατέληξαν στη δολοφονία του Κούρδου ηγέτη Αμπντουλραχμάν Γκασσεμλού και των συνεργατών του — μια ενέργεια που επαναλήφθηκε με τη δολοφονία του διαδόχου του, Σαντέχ Σαραφκαντί, στο Βερολίνο το 1992. Στο Ιράκ, η παραβίαση από τη Βαγδάτη της Συμφωνίας Αυτονομίας του 1970 οδήγησε στην γενοκτονική εκστρατεία Ανφάλ.

Η Τουρκία ακολούθησε παρόμοια πορεία. Παρότι το κουρδικό κίνημα επιδίωξε διαρκώς τον διάλογο, η τουρκική κρατική πολιτική ταλαντεύεται μεταξύ σύντομων συμβολικών κινήσεων ειρήνης και συστηματικής καταστολής. Η πρωτοβουλία του προέδρου Τουργκούτ Οζάλ στις αρχές της δεκαετίας του 1990 πέθανε μαζί του, και η δεκαετία που ακολούθησε χαρακτηρίστηκε από μαζική κρατική βία με βασανιστήρια, αναγκαστικούς εκτοπισμούς και πολιτιστική εξάλειψη. Η σύλληψη του Αμπντουλάχ Οτζαλάν το 1999 σηματοδότησε μια καμπή: κάλεσε σε εκεχειρία και διάλυση του PKK. Ωστόσο, η τιμωρητική απάντηση του κράτους απλώς βάθυνε την κουρδική καχυποψία.

Παρά την καταστολή, το κουρδικό κίνημα μετασχηματίστηκε. Μέχρι το 2004, η δημοκρατική συνομοσπονδία είχε αναδειχθεί ως νέο πολιτικό όραμα, απορρίπτοντας τον εθνικισμό υπέρ ενός πλουραλισμού από τα κάτω. Η ένοπλη αντίσταση συνεχίστηκε παράλληλα με νομικές και πολιτικές στρατηγικές, κορυφούμενη με τις εκλογικές επιτυχίες του Κόμματος Δημοκρατίας των Λαών (Halkların Demokratik Partisi, HDP). Ωστόσο, οι ειρηνευτικές προσπάθειες — περιλαμβανομένων των συνομιλιών του Όσλο (2008–2011)3 και της Διαδικασίας του Ιμραλί (2013–2015) — υπονομεύτηκαν από το κράτος. Πρώτα, η διαρροή των διαπραγματεύσεων προκάλεσε εθνικιστική αντίδραση το 2009· αργότερα, το 2015, ο πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν εγκατέλειψε το Μνημόνιο του Ντολμαμπαχτσέ ως απάντηση στις κουρδικές προόδους στη Συρία, ιδιαίτερα στη νίκη των Μονάδων Προστασίας του Λαού και των Γυναικών (YPG και YPJ) στο Κομπανί. Η κατάρρευση της ειρηνευτικής διαδικασίας πυροδότησε μια άγρια καταστολή, η οποία εκτόπισε πάνω από 350.000 ανθρώπους και οδήγησε στον θάνατο περίπου 1.700 άτομα, ενώ η Τουρκία κατατάχθηκε στους κορυφαίους φυλακιστές δημοσιογράφων παγκοσμίως. Μέχρι τον Αύγουστο του 2016, ο Ερντογάν αρνιόταν ότι υπήρξαν ποτέ διαπραγματεύσεις. Από αυτήν την οπτική, οι τουρκικές κινήσεις προς ειρηνευτικό διάλογο συχνά λειτουργούν ως προκάλυμμα για στρατιωτικές επιχειρήσεις, είτε με τη μορφή πολέμου είτε με πραξικοπήματα.

Για πολλούς Κούρδους, ο ένοπλος αγώνας έχει καταστεί υπαρξιακή αναγκαιότητα απέναντι σε αυτό που αντιλαμβάνονται ως αποικιακή κυριαρχία, ακριβώς εξαιτίας της ασύμμετρης φύσης της σύγκρουσης, την οποία κάποιοι περιγράφουν ως «πόλεμο ενάντια στην ειρήνη». Εμπνευσμένο από τον Φραντς Φανόν, το PKK ερμηνεύει τη βία ως στρατηγική αυτοάμυνα. Παρότι εσωτερικές κριτικές έχουν εκφραστεί σχετικά με το αντάρτικο πόλης και τη διαρκή στρατιωτικοποίηση, η ευρεία υποστήριξη από την κουρδική κοινωνία παραμένει, θεμελιωμένη στο ιστορικό τραύμα και στην αποτυχία των πολιτικών οδών. Η διαρκής ποινικοποίηση της κουρδικής ταυτότητας από το κράτος αναπαράγει αυτό το αδιέξοδο.

Μέχρι το 2025, οποιοσδήποτε επαναστατικός ορίζοντας φαινόταν πιο μακρινός και ασαφής από ποτέ. Κι όμως, όπως είπε και ο Μαρξ, «όλα τα στερεά διαλύονται στον αέρα». Όπως επισημαίνει ο Κούρδος μελετητής Adnan Çelik και άλλες φωνές μέσα στο κίνημα, το μήνυμα του Οτζαλάν κατά στο 12ο Συνέδριο του PKK, αν και απρόσμενο, σήμανε μια ρήξη: σε αντίθεση με το κάλεσμά του για «δημοκρατικό άνοιγμα» το 2015, η δήλωση του 2025 απογυμνώθηκε από τη θεωρητική της πυκνότητα, παραλείποντας την κριτική στο έθνος-κράτος, τον νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό, την εσωτερική αποικιοκρατία και την πατριαρχία. Ενώ η αρχική δήλωση παρουσίασε το PKK ως κατάλοιπο του Ψυχρού Πολέμου, χωρίς στρατηγική ή ιδεολογική νομιμοποίηση, καλώντας στον αφοπλισμό χωρίς πολιτικά ανταλλάγματα ή αναγνώριση των ιστορικών κουρδικών αιτημάτων, η στάση αυτή αναθεωρήθηκε εν μέρει στην επιστολή της 27ης Απριλίου, η οποία αφιερώνει σημαντικό χώρο στην ιστορία της καταπίεσης των Κούρδων από τα κράτη της περιοχής και στην παρακαταθήκη αντίστασης του PKK.

Η στροφή του Οτζαλάν έγινε ευρέως αντιληπτή ως μονομερής υποχώρηση, προκαλώντας σοκ εντός του κινήματος — πολλοί, σύμφωνα με τον Τσελίκ, την ερμήνευσαν ως σιωπηρή ταπείνωση και διαγραφή των θυσιών του παρελθόντος. Κι όμως, αντί να οδηγήσει σε κατάρρευση, προκάλεσε άμεσες οργανωτικές αντιδράσεις — όπως η πρόταση για συνέδριο διάλυσης — αλλά και μια έντονη πολιτικο-θεωρητική προσπάθεια να διατηρηθούν οι κρίσιμες παρακαταθήκες. Η στιγμή αυτή σηματοδοτεί έναν βαθύ στρατηγικό αναπροσανατολισμό: από την επιδίωξη ενός κοινωνικοπολιτικού σχεδίου στη διαχείριση της πολιτικής μνήμης, της αγωνιστικής κληρονομιάς και της ανθεκτικότητας μέσα σε ένα μεταβαλλόμενο γεωπολιτικό τοπίο.

Σήμερα, το κουρδικό ζήτημα παραμένει δομικά άλυτο. Η συμφιλίωση είναι ανέφικτη όσο το τουρκικό κράτος ανακυκλώνει κενές προσφορές ειρήνης και ωμή καταστολή. Καθώς το κράτος προσκολλάται σε εθνικιστικά παραδείγματα, το κουρδικό κίνημα συνεχίζει να εξελίσσεται — ανάμεσα σε εξέγερση και φαντασία, μνήμη και προσαρμοστικότητα.

Η ένταση αυτή μεταξύ κρατικής άρνησης και κουρδικής επιμονής ήρθε στο προσκήνιο με την ιστορική ομιλία του Ερντογάν στις 12 Ιουλίου, μία ημέρα μετά τον συμβολικό αφοπλισμό του PKK. Στην ομιλία του, αναγνώρισε επίσημα ότι το τουρκικό κράτος προέβη σε μαζικές δολοφονίες Κούρδων, τους στέρησε τα δικαιώματά τους και ξεκίνησε τη βία σε τόπους όπως οι φυλακές του Ντιγιαρμπακίρ. Παραδέχθηκε το κάψιμο χωριών, την ποινικοποίηση απλών ανθρώπων, την απαγόρευση της κουρδικής γλώσσας και την απαγόρευση των μητέρων να μιλούν κουρδικά στα παιδιά τους. Η ομιλία αυτή, που ακολούθησε τον αφοπλισμό του PKK, συνοδευόταν από επίκληση στην ενότητα Τούρκων, Κούρδων και Αράβων. Ωστόσο, δεν αποτέλεσε αυθεντικό βήμα συμφιλίωσης· λειτούργησε ως κρατικά σκηνοθετημένο θέαμα, μέσα από το οποίο το τουρκικό κράτος επαναβεβαίωσε την κυριαρχία του, ελέγχοντας τη μνήμη, την αλήθεια και τη ιστορική νομιμότητα. Πλασαρισμένη ως πράξη «κάθαρσης», αυτή η στιγμή ισχυροποιεί την κρατική εξουσία. Ο τερματισμός του ένοπλου κουρδικού αγώνα δεν εγκαινιάζει πολιτικό μετασχηματισμό, αλλά συμβολικό περιορισμό. Αυτό που παρουσιάζεται ως «ειρήνη» είναι στην πραγματικότητα αναβαπτισμένη κυριαρχία, που προετοιμάζει νέες μορφές ελέγχου με το προσωπείο της συμφιλίωσης.

Γυναίκες συμμετέχουν στον συμβολικό αφοπλισμό του PKK, 11 Ιουλίου 2025

Γιατί η διάλυση;

Σε επιστολή με ημερομηνία 25 Απριλίου 2025, ο Αμπντουλάχ Οτζαλάν ανέπτυξε τη συλλογιστική πίσω από την προτεινόμενη διάλυση του Κουρδικού Εργατικού Κόμματος (PKK), πλαισιώνοντάς την όχι ως ήττα, αλλά ως συνειδητή αλλαγή παραδείγματος. Τόνισε ότι η διαδικασία αυτή — μακριά από έναν άμεσο αφοπλισμό που επιβάλλει το τουρκικό κράτος — απαιτεί βαθιά ιδεολογική κριτική, αυτοστοχασμό και ουσιαστικό διάλογο, ώστε να αναδιαμορφωθούν τόσο η προσωπικότητα όσο και η νοοτροπία. Το PKK, το οποίο ιδρύθηκε για να ανυψώσει την κουρδική εθνική συνείδηση και να αποκαλύψει τη συστημική καταπίεση, φτάνει τώρα σε ένα στάδιο όπου το επόμενο βήμα προς την ελευθερία πρέπει να οικοδομηθεί πάνω σε δημοκρατικούς θεσμούς, πολιτισμική αναγέννηση και κοινοτισμό4— μετασχηματισμοί που μια ένοπλη, ιεραρχική οργάνωση όπως το PKK ίσως να μην μπορεί πλέον να ενσαρκώσει. Μέσα σε αυτή την πορεία πρέπει να γίνει κατανοητή η διάλυση: ως αποκορύφωμα μιας θεωρητικής ρήξης με το μοντέλο του εθνικού κράτους του 20ού αιώνα και του μιλιταρισμού του — μια δομή βίας που πλέον έχει «χάσει τη raison d’être της» (λόγο ύπαρξης). Το όραμα του Οτζαλάν για δημοκρατικό συνομοσπονδισμό, βασισμένο στην τοπική αυτονομία, την ισότητα των φύλων και μια οικολογική οικονομία, σηματοδοτεί μια καθοριστική ρήξη με τα κρατικιστικά, στρατιωτικοποιημένα μοντέλα του παρελθόντος, και μεταβαίνει σε ένα μετα-κρατικό κοινωνικό σχέδιο.

Αυτή η ιδεολογική εξέλιξη, ωστόσο, δεν είναι ούτε ξαφνική ούτε αδιαμφισβήτητη. Από τη δεκαετία του 1990, το PKK έχει περάσει από βαθιές εσωτερικές μεταμορφώσεις, καθώς αναμετρήθηκε με την κατάρρευση του σοσιαλισμού και τις εξουσιαστικές τάσεις των κρατικιστικών παραδειγμάτων. Η επιβίωση του κινήματος βασίστηκε στην ευελιξία και την κριτική αυτοαξιολόγηση, που κορυφώθηκαν στην απόφαση του 12ου Συνεδρίου να υιοθετήσει τη διάλυση όχι ως υποχώρηση, αλλά ως ριζικό αναπροσανατολισμό. Η επιστολή τονίζει ότι η αποτυχία ενσωμάτωσης δημοκρατικών, οικολογικών και φεμινιστικών αρχών στις οργανωτικές δομές επί δύο δεκαετίες οδήγησε σε αυτήν την καθοριστική καμπή.

Σε στρατηγικό επίπεδο, η κουρδική πολιτική παρουσία έχει ενισχυθεί σε όλη την Τουρκία και τη Μέση Ανατολή, ιδίως μέσω φεμινιστικών πρωτοβουλιών και πολιτικών επιτυχιών στις τέσσερις κουρδικές περιοχές. Αυτή η πρόοδος υπονομεύει την προηγούμενη τουρκική αφήγηση, η οποία περιέγραφε το PKK απλώς ως τρομοκρατική οργάνωση. Η πρόσφατη δήλωση του συμβούλου του Ερντογάν Μεχμέτ Ουτσούμ ότι «οι Κούρδοι είναι αναπόσπαστο κομμάτι του τουρκικού έθνους», σηματοδοτεί μια ιδεολογική μετατόπιση στο επίπεδο του κράτους.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η διάλυση του PKK μπορεί να ιδωθεί ως τακτική κίνηση που αποσκοπεί στο να αφαιρέσει εμπόδια από τη διεθνή αναγνώριση, ιδίως των κουρδικών δομών στη Ροζάβα, όπου η ετικέτα της «τρομοκρατίας» έχει χρησιμοποιηθεί για να νομιμοποιήσει τις τουρκικές στρατιωτικές επεμβάσεις. Ο αφοπλισμός στοχεύει στην προστασία της Ροζάβα ως αυτόνομου πολιτικού εγχειρήματος, διασφαλίζοντας την επιβίωση και τη νομιμότητά του στην περιφερειακή και διεθνή σκηνή. Κυκλοφορούν αναφορές ότι προγραμματίζεται συνάντηση ανάμεσα στον Οτζαλάν και τον Μασούντ Μπαρζανί (ιστορικό ηγέτη του Δημοκρατικού Κόμματος του Κουρδιστάν στο Ιρακινό Κουρδιστάν) — μια εξέλιξη που ενισχύει την υπόθεση ότι διαμορφώνεται μια νέα κουρδική περιφερειακή συμμαχία με στόχο τη σταθεροποίηση της Ροζάβα στο παρόν γεωπολιτικό πλαίσιο.

Παρά τα διπλωματικά οφέλη από τη συμβολή των κουρδικών δυνάμεων στην καταπολέμηση του ISIS, η διεθνής υποστήριξη παραμένει ασταθής και επιλεκτική. Η έκκληση του Οτζαλάν για εθελοντική διάλυση ενδέχεται να λειτουργεί ως προληπτική στρατηγική αποφυγής μιας συνολικής ήττας, εν μέσω αυξανόμενης στρατιωτικής απομόνωσης. Από την κατάρρευση της ειρηνευτικής διαδικασίας το 2015, η εντατικοποιημένη τουρκική στρατιωτική πίεση — διασυνοριακές επιχειρήσεις, πολεμικά drones, παρακολούθηση — έχει περιορίσει τις δραστηριότητες του PKK σχεδόν αποκλειστικά στο Καντίλ, διαβρώνοντας την επιχειρησιακή του παρουσία εντός Τουρκίας. Ακόμη και το 12ο Συνέδριο του PKK, που πραγματοποιήθηκε πρόσφατα, έγινε 12 χρόνια μετά το προηγούμενο, κυρίως εξαιτίας της έλλειψης ασφάλειας και της συνεχούς τουρκικής στρατιωτικής πίεσης. Το PKK αναφέρθηκε σε αυτό το ζήτημα σε επιστολή που εκδόθηκε στις 4 Μαΐου, απευθυνόμενη προς τον λαό και τους αγωνιστές του κινήματος:

Μια αναδρομική ματιά στις δύο τελευταίες δεκαετίες αποκαλύπτει το εξής: παρόλο που το νέο μοντέλο είχε στόχο την βαθύτερη ενσωμάτωση στην κοινωνία, στην πράξη ήταν τα στελέχη του κινήματος που βίωσαν τη μεγαλύτερη αποσύνδεση από αυτήν — ακόμη κι όταν το ευρύτερο κίνημα κινούνταν προς την αποποινικοποίηση. Ενώ σκοπός ήταν η ενίσχυση των οργανωτικών δομών και η προώθηση κοινοτικών και σοσιαλιστικών μορφών ζωής, αυτό που στην πράξη αναδύθηκε ήταν μια άνοδος του ατομικισμού και του υλισμού. Είναι προφανές ότι αποτύχαμε να προσφέρουμε επαρκή πολιτική παιδεία και να καλλιεργήσουμε τη συγκρότηση μιας πραγματικά δημοκρατικής κοινωνίας. Στο στρατιωτικό πεδίο, δεν καταφέραμε να αναπτύξουμε ούτε να εφαρμόσουμε επαρκή εκπαίδευση και οργάνωση για κοινωνική αυτοάμυνα. Παραμείναμε στα βουνά, στο επίπεδο αποκομμένων αντάρτικων μονάδων, περικυκλωμένων από παντού. Αυτή η συνθήκη οδήγησε όχι μόνο σε αυξημένες απώλειες, αλλά αποδυνάμωσε και τον πολιτικό και προπαγανδιστικό αντίκτυπο του ένοπλου αγώνα. Σταδιακά, η ικανότητά μας για αποτελεσματική αντίσταση περιορίστηκε γεωγραφικά σε ελάχιστες ζώνες.

Οι τεχνολογικές εξελίξεις — ιδιαίτερα ο αλγοριθμικός πόλεμος και οι παρακολουθήσεις σε πραγματικό χρόνο — βάθυναν αυτή την απομόνωση, ενώ τα κράτη του ΝΑΤΟ δίνουν προτεραιότητα στις σχέσεις τους με την Άγκυρα. Παράλληλα, η κουρδική αυτονομία στη Συρία απειλείται από την επιβολή του κεντρικού συριακού κράτους, ενώ η τουρκική επιρροή αυξάνεται στο βόρειο Ιράκ με σιωπηρή τοπική συναίνεση. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, το πολιτικό κέντρο βάρους του PKK μετατοπίστηκε από τον ένοπλο αγώνα προς την αναζήτηση πολιτικής και θεσμικής νομιμοποίησης σε ολόκληρη την περιοχή του Κουρδιστάν. Η διάλυση αντιπροσωπεύει συμβολικό αφοπλισμό και στρατηγική μετατόπιση, μεταφέροντας τον κουρδικό αγώνα στο πολιτικό και υπερεθνικό πεδίο, όπου η λαϊκή ισχύς επαναπροσδιορίζεται πέρα από το πεδίο της στρατιωτικής αντιπαράθεσης.

Η μείωση στον ρυθμό εγγραφής νέων μελών και η αποτυχία μετατροπής των συμμαχιών ενάντια στο ISIS σε διαρκή διεθνή υποστήριξη υπογραμμίζουν την ανάγκη για αυτή τη στρατηγική αναδιάρθρωση. Η πρόταση του Οτζαλάν δεν εκλαμβάνεται ως παράδοση, αλλά ως στοχευμένη προσαρμογή στις μεταβαλλόμενες γεωπολιτικές και στρατιωτικές συνθήκες, συμπεριλαμβανομένου του ενδεχομένου προσωρινής εκεχειρίας στο Καντίλ και τη Ροζάβα.

Σύμφωνα με αρκετούς Κούρδους αναλυτές, η στάση του Οτζαλάν αντανακλά τη διαρκή του αντίθεση στο Ισραήλ και τη διστακτικότητά του να δει το κουρδικό κίνημα να εξωθείται — λόγω στρατηγικής ανάγκης — σε τακτική ή πραγματιστική συμμαχία με αυτό. Υποστηρίζουν ότι αυτό υποκινεί τις προληπτικές πολιτικές λύσεις που προτείνει. Άλλοι υπέρμαχοι του κουρδικού κινήματος βλέπουν την απόφαση του Οτζαλάν και του PKK ως στρατηγική απόπειρα αποφυγής της μετατροπής του Κουρδιστάν σε μια νέα Γάζα της Μέσης Ανατολής. Τονίζουν πως οι στρατιωτικοί περιορισμοί του PKK απέναντι σε έναν υπερτεχνολογικά εξοπλισμένο διεθνή πόλεμο — μαζί με τη διαρκή τουρκική εκστρατεία εξόντωσης του Κουρδιστάν και της Ροζάβα — καθιστούσαν αναγκαία μια πολιτική αναπροσαρμογή. Αυτή η στροφή, επισημαίνουν, τροφοδοτείται επίσης από τη φθίνουσα υλική και συμβολική δύναμη της διεθνούς αλληλεγγύης προς το κουρδικό ζήτημα, η οποία υστερεί σημαντικά σε σχέση με την υποστήριξη που κινητοποιείται για τους Παλαιστίνιους. Από αυτή την οπτική, εάν η Τουρκία εφάρμοζε ένα σενάριο τύπου Γάζας στους Κούρδους, η διεθνής ικανότητα ή βούληση παρέμβασης θα ήταν ανύπαρκτη. Μπροστά σε συρρικνούμενα υλικά μέσα αντίστασης και απουσία συγκρίσιμης περιφερειακής ή διεθνούς κινητοποίησης, οι Κούρδοι αγωνιστές οφείλουν να αναπτύξουν εναλλακτικές στρατηγικές επιβίωσης. Από αυτή τη σκοπιά, η απόφαση δεν είναι μια υποχώρηση, αλλά ένας υπολογισμένος και πραγματιστικός ελιγμός για να επιβιώσει το κίνημα σε ένα όλο και πιο αφόρητο γεωπολιτικό περιβάλλον.

Αυτή η στρατηγική στροφή δεν μπορεί να γίνει κατανοητή χωρίς την αναγνώριση του βαθύτατου ανθρώπινου κόστους της σύγκρουσης. Οι Κούρδοι αντάρτες, τα στελέχη του PKK και — κυρίως — οι άμαχοι είναι εξαντλημένοι· το σωρευτικό τίμημα του πολέμου έχει καταστεί αφόρητο. Χιλιάδες ζωές χάθηκαν, πόλεις ισοπεδώθηκαν, οικογένειες διαλύθηκαν, σώματα χαράχτηκαν ανεξίτηλα, και ολόκληρες γενιές διαμορφώθηκαν μέσα από τη φυλακή, την εξορία, την επισφάλεια και το στίγμα. Αυτή η συσσωρευμένη οδύνη σαράντα και πλέον ετών προσδίδει στη λέξη “ειρήνη” ένα νέο, βαρύτερο νόημα: όχι ως συνθηκολόγηση, αλλά ως ζωτική αναγκαιότητα — μια ανάσα καθυστερημένη μέσα σε δεκαετίες ασφυξίας.

Από την οπτική του τουρκικού κράτους, η διάλυση του PKK ευθυγραμμίζεται με μια πολιτική στρατηγική ενορχηστρωμένη από τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος επιδιώκει να επεκτείνει την εξουσία του πέρα από το συνταγματικά προβλεπόμενο όριο του 2028. Προβάλλοντας τον εαυτό του ως αρχιτέκτονα μιας νέας ειρηνευτικής διαδικασίας, ο Ερντογάν ελπίζει να κερδίσει μερίδα του κουρδικού εκλογικού σώματος, ενώ ταυτόχρονα διασπά την αντιπολίτευση. Πλαισιωμένο ως «συμφιλίωση», το κάλεσμα για τον τερματισμό του ένοπλου αγώνα είναι, στην πραγματικότητα, μια κίνηση αποσταθεροποίησης των αναδυόμενων συμμαχιών μεταξύ των κουρδικών δυνάμεων και των προοδευτικών αντιπολιτευτικών ρευμάτων. Το 2019, η τακτική στήριξη των Κούρδων ψηφοφόρων — κυρίως μέσω του HDP (νυν Κόμμα Ισότητας των Λαών, DEM) — ήταν κρίσιμη για τη νίκη της αντιπολίτευσης σε μητροπολιτικά κέντρα όπως η Κωνσταντινούπολη και η Άγκυρα. Η τρέχουσα στρατηγική αποσκοπεί στο να απομονώσει τα κοσμικά-εθνικιστικά στελέχη του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (Cumhuriyet Halk Partisi, CHP) από εκείνα που είναι ανοιχτά στον διάλογο με το κουρδικό κίνημα, διατηρώντας παράλληλα μια αφήγηση περί δημόσιας ασφάλειας για εσωτερική πολιτική κατανάλωση. Αυτή η εκλογική μηχανική βασίζεται σε διπλό υπολογισμό: να αποδυναμώσει τη συλλογική κινητοποίηση της αντιπολίτευσης, και να αποτρέψει τις κουρδικές δυνάμεις από το να επικρίνουν ανοιχτά το καθεστώς, υπό τον φόβο ότι μπορεί να υπονομεύσουν μια ενδεχόμενη ειρηνευτική ευκαιρία.

Μέσα σε αυτή την περίπλοκη συγκυρία, το κουρδικό κίνημα βρίσκεται σε μια θέση παρόμοια με εκείνη των διαδηλώσεων του Πάρκου Γκεζί το 2013. Όπως και τότε, κάθε άνοιγμα προς τον διάλογο με το κράτος συνεπάγεται, παραδόξως, και την αναγνώριση της νομιμότητάς του, παρόλο που το κράτος παραμένει ο κύριος αποδέκτης της κριτικής και της αμφισβήτησης. Αυτή η ένταση απαιτεί από το κουρδικό κίνημα να υιοθετήσει μια ισορροπημένη στάση: να συμμετάσχει στις ειρηνευτικές διαδικασίες χωρίς να απορροφηθεί από το τουρκικό θεσμικό πλαίσιο, αλλά και χωρίς να αποξενωθεί από τα ευρύτερα κοινωνικά κινήματα. Το αποτέλεσμα είναι μια μορφή στρατηγικής απομόνωσης, η οποία όμως μπορεί επίσης να προσφέρει μια ευκαιρία: τη δυνατότητα οικοδόμησης ενός αυτόνομου πολιτικού χώρου, μέσα στον οποίο το κουρδικό ζήτημα μπορεί να διατυπωθεί χωρίς όπλα — αλλά και χωρίς παραίτηση.

Στο μεταξύ, ο Ερντογάν συνεχίζει να εκμεταλλεύεται τη ρητορική της δημόσιας ασφάλειας, ποινικοποιώντας κουρδικές πολιτικές φυσιογνωμίες και αναπαράγοντας το αφήγημα του “εσωτερικού εχθρού”, για να συσπειρώσει τη συντηρητική του εκλογική βάση. Η αντίθεση ανάμεσα στην συνεχιζόμενη καταστολή και στη “συμφιλιωτική” γλώσσα της ειρήνης αποκαλύπτει τον κυνισμό της πρωτοβουλίας: δεν πρόκειται για ειλικρινή δέσμευση επίλυσης, αλλά για τακτική κίνηση μεταμφιεσμένη σε διάλογο.

Τόσο ο Ερντογάν όσο και το τουρκικό κράτος επιδιώκουν να εντάξουν το Κουρδιστάν και τους πόρους του στις σύγχρονες καπιταλιστικές αγορές. Σε ομιλία του για τη νέα «ειρηνευτική διαδικασία του 2025», ο Ερντογάν διατύπωσε ξεκάθαρα τους καπιταλιστικούς στόχους που κρύβονται πίσω από αυτή την πρωτοβουλία:

Μια Τουρκία απαλλαγμένη από την τρομοκρατία θα ανυψώσει την τουρκική οικονομία πάνω απ’ όλα. Όταν το πετύχουμε, η Ένωση Επιμελητηρίων και Ανταλλακτηρίων Εμπορευμάτων (TOBB) θα είναι ο πρώτος ωφελημένος. Από εδώ και πέρα, η Τουρκία θα αγωνιστεί σε μια νέα κατηγορία.

Ομοίως, ο υπουργός Οικονομικών Μεχμέτ Σιμσέκ δήλωσε πως η Τουρκία έχει ξοδέψει σχεδόν 1,8 τρισεκατομμύρια δολάρια τα τελευταία πενήντα χρόνια στον «αγώνα κατά της τρομοκρατίας», και ότι ο τερματισμός της σύγκρουσης θα μπορούσε να αποφέρει σημαντικά οικονομικά οφέλη για τη χώρα.

Ωστόσο, αυτοί οι οικονομικοί στόχοι δεν περιορίζονται σε εσωτερικές τουρκικές προτεραιότητες. Είναι βαθιά ενσωματωμένοι στις ευρύτερες γεωπολιτικές φιλοδοξίες της Τουρκίας. Η αποκαλούμενη «ειρηνευτική διαδικασία του 2025» ανάμεσα στην Τουρκία και το PKK δεν αποτελεί αυθεντικό βήμα προς τη συμφιλίωση, αλλά μια γεωπολιτική κίνηση με σκοπό την εξουδετέρωση της κουρδικής στρατιωτικής, πολιτικής και οικονομικής ισχύος ως προϋπόθεση για την ένταξη της Τουρκίας στον νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό των υποδομών. Κεντρικό στοιχείο αυτής της στρατηγικής είναι η υλοποίηση του λεγόμενου «Μεσαίου Διαδρόμου», ενός διαευρασιατικού διαδρόμου εμπορίου που συνδέει την Κίνα με την Ευρώπη μέσω της Κεντρικής Ασίας, του Καυκάσου και της Τουρκίας. Αυτός ο διάδρομος τοποθετεί την Τουρκία ως κομβικό λογιστικό κόμβο στην παγκόσμια καπιταλιστική κυκλοφορία. Αποτελεί κρίσιμη υποδομή τόσο για το κινεζικό σχέδιο Belt and Road Initiative (BRI - σχέδιο τρισεκατομμυρίων για τη διασύνδεση της Κίνας με την Ευρώπη, την Αφρική και τη Μέση Ανατολή μέσω στεριάς και θάλλασας) όσο και για τον ανταγωνιστικό Ινδο-Μέσο-Ανατολικό-Ευρωπαϊκό Διάδρομο (IMEC) που υποστηρίζεται από τις ΗΠΑ, με στόχο τη γεωπολιτική και εμπορική κυριαρχία της Δύσης.

Ο «Μεσαίος Διάδρομος».

Πιο πρόσφατα, αυτό το όραμα ενισχύθηκε με την πρωτοβουλία “Αναπτυξιακός Δρόμος” — ένα έργο αξίας 17 δισεκατομμυρίων δολαρίων, με επικεφαλής το Ιράκ, την Τουρκία και κράτη του Κόλπου, που συνδέει τον Περσικό Κόλπο (μέσω του Μεγάλου Λιμένα Αλ-Φο του Ιράκ) με την Ευρώπη μέσω Τουρκίας. Η προτεινόμενη διαδρομή διέρχεται απευθείας από τις κουρδικές περιοχές της νοτιοανατολικής Τουρκίας, εντείνοντας ακόμη περισσότερο τα γεωπολιτικά διακυβεύματα του “ελέγχου των Κούρδων”. Μετά την 7η Οκτωβρίου και τη συνεχιζόμενη γενοκτονία των Παλαιστινίων από το Ισραήλ, οι περιφερειακές γεωπολιτικές ισορροπίες αποσταθεροποιήθηκαν ακόμα περισσότερο — προκαλώντας ένα νέο κύμα πολιτικής των “διαδρόμων”, στο οποίο η λογιστική και διπλωματική κεντρικότητα της Τουρκίας ενισχύθηκε περαιτέρω. Καθώς οι παραδοσιακές ισορροπίες ισχύος στην Ανατολική Μεσόγειο και τον Περσικό Κόλπο καταρρέουν, ο έλεγχος της Τουρκίας επί αυτών των υποδομών — ιδίως όσων παρακάμπτουν το Ιράν και τη Συρία — έχει καταστεί αναγκαίος τόσο για δυτικά όσο και μη δυτικά μπλοκ.

Όμως, για να εμπεδωθεί ο τουρκικός έλεγχος αυτών των διαδρομών, πρέπει να εκκαθαριστούν όλοι οι υποτελείς ή μη κρατικοί παράγοντες, ιδίως οι κουρδικές δυνάμεις. Ο αφοπλισμός του PKK δεν πρέπει να ιδωθεί ως “αποστρατιωτικοποίηση”, αλλά ως τερματισμός του κουρδικού ένοπλου αγώνα κάτω από ένα νέο καθεστώς “ασφάλειας των υποδομών”. Με την ουδετεροποίηση του σιιτικού διαδρόμου του Ιράν (άξονας Τεχεράνη–Δαμασκός–Βηρυτός), την ανατροπή του Άσαντ και την διάρρηξη του άξονα PKK–SDF υπό πίεση από τις ΗΠΑ και το Ισραήλ, το κουρδικό στοιχείο απομακρύνθηκε συστημικά από κάθε περιφερειακή διαπραγμάτευση εξουσίας. Με τη σιωπηλή στήριξη του ΝΑΤΟ, η Τουρκία έχει προχωρήσει σε στρατιωτικές εκστρατείες και δημογραφική μηχανική για να εδραιώσει τον έλεγχό της στις κουρδικές περιοχές. Σε αυτό το πλαίσιο, η “ειρήνη” μετατρέπεται σε ευφημισμό της καπιταλιστικής εξημέρωσης· η πολιτική συμφιλίωση αντικαθίσταται από χωρικό και στρατιωτικό εγκλεισμό, ώστε να διευκολυνθεί η αδιάλειπτη ροή κεφαλαίου, αγαθών και γεωπολιτικής ισχύος κατά μήκος ιμπεριαλιστικών διαδρόμων εξαγωγής και ελέγχου.

Η αποδοχή του αφοπλισμού του PKK από τον Ερντογάν πρέπει να ιδωθεί στο πλαίσιο των μεταβαλλόμενων γεωπολιτικών ισορροπιών της Μέσης Ανατολής και της εξέλιξης της περιφερειακής κατανομής ισχύος. Αντανακλά επίσης τη στρατηγική εργαλειοποίηση του κουρδικού ζητήματος από την Τουρκία για αντιπαράθεση με αντιπάλους όπως το Ισραήλ και το Ιράν. Αυτός ο πολύπλοκος συσχετισμός εσωτερικών και περιφερειακών πολιτικών υπολογισμών οδήγησε την Τουρκία να υιοθετήσει αυτή τη “στρατηγική τακτική”. Αυτό διατυπώνεται ξεκάθαρα στην επιστολή της Κεντρικής Επιτροπής του PKK, ημερομηνίας 4 Μαΐου:

Η κλιμάκωση του Τρίτου Παγκοσμίου Πολέμου στη Μέση Ανατολή, τα αποτελέσματα της σύγκρουσης στη Γάζα που ξεκίνησε στις 7 Οκτωβρίου 2023, τα σημαντικά πλήγματα της Χαμάς και της Χεζμπολά κατά των ισραηλινών επιθέσεων, και η κατάρρευση του καθεστώτος Μπαάθ στη Συρία — επεκτείνοντας τον περιφερειακό μετασχηματισμό και στο Ιράν και την Τουρκία — όλα αυτά έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στο να φτάσουμε σε αυτό το στάδιο. Ο φόβος και το υπαρξιακό άγχος που δημιουργήθηκαν στο τουρκικό κράτος και την κυβέρνηση AKP–MHP, σε συνδυασμό με τις εσωτερικές πιέσεις για δημοκρατική αλλαγή από το κίνημά μας και τον τουρκικό λαό, αλλά και τις εξωτερικές πιέσεις από το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα, αποτελούν τους βασικούς παράγοντες που οδήγησαν την κυβέρνηση [Ντεβλέτ] Μπαχτσελί στη γνωστή της ρητορική και στις σχετικές εκκλήσεις. Συνεπώς, φτάσαμε στο παρόν στάδιο ως αποτέλεσμα των προαναφερθέντων πολιτικών και στρατιωτικών εξελίξεων.

Το παράδοξο είναι βαθύ: ένα κίνημα με σημαντική εδαφική και οργανωτική ισχύ εξαναγκάζεται να επανεφεύρει τον εαυτό του, ακριβώς επειδή αυτή η ισχύς το καθιστά ευάλωτο σε αλγοριθμική εξόντωση. Τελικά, η πρόταση του Οτζαλάν καλεί σε έναν θεμελιώδη αναστοχασμό της έννοιας της επαναστατικής πάλης σε μια εποχή με drones, metadata και ολοκληρωτική παρακολούθηση. Προκαλεί το κουρδικό κίνημα να φανταστεί μια μορφή αντίστασης που να υπερβαίνει την ένοπλη σύγκρουση — να βρει τη δύναμη στη σιωπή, αντί για τις σφαίρες.

Όπλα παραδίδονται στις φλόγες στην τελετή της 11ης Ιουλίου 2025, ως συμβολικός αφοπλισμός του PKK.

Από τον ανταρτοπόλεμο στην πολιτική μετάβαση: εντάσεις, ελπίδες, ορίζοντες

Η ανακοίνωση του Φεβρουαρίου 2025 για ενδεχόμενη απεμπλοκή του PKK από την ένοπλη δράση γεννά κρίσιμα ερωτήματα: υπό ποιες συνθήκες μπορεί ένας μακρόχρονος ανταρτοπόλεμος να μετατραπεί σε πολιτική διαδικασία, ειδικά σε ένα πλαίσιο βαθιάς αυταρχικότητας, καταστολής και ιδεολογικού αδιεξόδου; Αν και ορισμένοι ερμηνεύουν αυτή την κίνηση ως στρατηγική και ιδεολογική ανασυγκρότηση, παραμένει βαθιά αμφίσημη. Η τουρκική κυβέρνηση δεν την παρουσιάζει ως “ειρηνευτική διαδικασία”, αλλά ως “διαδικασία εκκαθάρισης από την τρομοκρατία” (“Terörden arındırma süreci”), σηματοδοτώντας τιμωρητική στάση που αποκλίνει από τη συμφιλιωτική γλώσσα του 2015 και αμφισβητεί την πιθανότητα μιας δίκαιης και συνολικής επίλυσης.

Αναδύονται έτσι πιεστικά ερωτήματα. Μπορεί η “εκδημοκρατικοποίηση” στην Τουρκία να περιορίζεται σε συμβολικές κινήσεις (όπως η υπό όρους απελευθέρωση του Οτζαλάν, πιθανόν με παρουσία του στο κοινοβούλιο για να καλέσει τους Κούρδους να αποσυρθούν από το Καντίλ και να ακολουθήσουν ειρηνική πορεία), ή πρέπει να περιλαμβάνει βαθιές συνταγματικές μεταρρυθμίσεις, μαζικές απελευθερώσεις πολιτικών κρατουμένων και επίσημη αναγνώριση των συλλογικών κουρδικών δικαιωμάτων, όπως η περιφερειακή αυτονομία και η εκπαίδευση στη μητρική γλώσσα; Αρκεί η αποκατάσταση των ακυρωμένων δημαρχιακών εκλογών, η επιστροφή των εξορίστων, ή μια γενική αμνηστία για να πειστεί το PKK ότι υπάρχει βιώσιμη πολιτική προοπτική; Πολλοί φοβούνται πως ο Ερντογάν μπορεί να υπαναχωρήσει στις δεσμεύσεις του μόλις εξασφαλίσει την απαραίτητη πολιτική επιρροή, επαναλαμβάνοντας την προδοσία του 2015 — θέτοντας το κίνημα ξανά αντιμέτωπο με τον πόλεμο, αυτή τη φορά κατακερματισμένο και με λιγότερη νομιμοποίηση.

Σε αντίθεση με άλλες ειρηνευτικές διαδικασίες — όπως με τον Ιρλανδικό Ρεπουμπλικανικό Στρατό (Irish Republican Army - IRA) στη Βόρεια Ιρλανδία, τις Επαναστατικές Ένοπλες Δυνάμεις της Κολομβίας (Fuerzas Armadas Revolucionarias de Colombia - FARC) ή την Εθνικιστική Βασκική Οργάνωση (Euzkadi ta Azkatasuna - ETA) στην Ισπανία — το τουρκικό κράτος αρνείται συστηματικά να αναγνωρίσει πολιτικά την ύπαρξη κουρδικού ζητήματος, να προχωρήσει σε συνταγματικές αναδιαρθρώσεις ή σε διαδικασίες αποκατάστασης της ιστορικής αλήθειας και συμφιλίωσης. Στην Κολομβία, για παράδειγμα, η αποστράτευση συνοδεύτηκε από πρωτοβουλίες αποκαταστατικής δικαιοσύνης, συχνά με πρωτοβουλία γυναικών και επιζώντων της κρατικής βίας. Ένα αντίστοιχο δυναμικό υπάρχει εντός του κουρδικού γυναικείου κινήματος — ωστόσο η κουρδική περίπτωση παραμένει εξαιρετική ως προς την ποινικοποίηση και την άρνηση πολιτικής υπόστασης. Ταυτόχρονα, σε αντίθεση με πολλές άλλες περιπτώσεις, το PKK υποστηρίζεται από ένα ισχυρό λαϊκό, πολιτικό και κοινωνικό κίνημα. Ο αγώνας δεν περιορίστηκε στο στρατιωτικό πεδίο, αλλά έχει ενσωματωθεί βαθιά στον πολιτικό και κοινωνικό ιστό. Ωστόσο, η απόφαση του PKK να προχωρήσει σε αφοπλισμό ανέδειξε και εσωτερικές αντιφάσεις. Παρά τη φυλάκισή του από το 1999, ο Οτζαλάν παραμένει ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης του κινήματος, εστιάζοντας τη λήψη αποφάσεων σε μια κάθετη δομή που περιορίζει την εσωτερική πολυφωνία. Η πρόσφατη δήλωσή του — «Μπορώ να πω με βεβαιότητα πως όσοι εναντιώνονται σε αυτή τη διαδικασία στερούνται ουσιαστικών αξιών — και στο τέλος θα αποτύχουν» — αποτυπώνει ένα μοντέλο στο οποίο το χαρισματικό κύρος υπερισχύει της συλλογικής διαδικασίας, προκαλώντας κρίση νομιμοποίησης: οι μαχητές και οι ακτιβιστές καλούνται να υπακούσουν σε άνωθεν εντολές, απουσία θεσμών συμμετοχικής λήψης αποφάσεων. Αυτή η συγκέντρωση εξουσίας αναπαράγει μια αποπολιτικοποιημένη βάση στρατευμένων και εμποδίζει τη δημοκρατική ανασυγκρότηση που είναι αναγκαία για μια ουσιαστική μετάβαση.

Μέσα σε αυτό το μεταβαλλόμενο τοπίο, ορισμένοι αναλυτές επισημαίνουν δύο εξελίξεις που ίσως σηματοδοτούν προκαταρκτικά βήματα προς την αποστράτευση και τη δημοκρατική μετάβαση. Πρώτον, σε μια συμβολική κίνηση, ομάδα ανταρτών — μερικοί εκ των οποίων είχαν διατελέσει ηγετικά στελέχη — κατέθεσαν δημόσια τα όπλα μπροστά στα ΜΜΕ, δηλώνοντας:

Είμαστε έτοιμοι να συμμετάσχουμε στην δημοκρατική πολιτική.

Δεύτερον, το τουρκικό κοινοβούλιο αναμένεται να συγκροτήσει μια επιτροπή με προσωρινό τίτλο “Επιτροπή για την Κοινωνική Ειρήνη και τη Δημοκρατική Μετάβαση”, με σκοπό τη διαμόρφωση ενός νομικού και θεσμικού πλαισίου που θα υποστηρίζει τον αφοπλισμό και ευρύτερες δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις.

Αν και αυτές οι πρωτοβουλίες μπορεί αρχικά να εξελιχθούν σε περιορισμένη και συμβολική κλίμακα, οι υποστηρικτές τους τις θεωρούν ενδείξεις αμοιβαίας βούλησης να προχωρήσει η ειρηνευτική διαδικασία. Ωστόσο, η εμπειρία του παρελθόντος—όπως η συμβολική παράδοση τριών ομάδων ανταρτών στο τουρκικό κράτος μεταξύ 2000 και 2007—υπενθυμίζει την ευαλωτότητα τέτοιων προσπαθειών απέναντι στις κατασταλτικές πολιτικές του κράτους και την παρατεταμένη δομική δυσπιστία που εξακολουθεί να εμποδίζει μια σταθερή επίλυση. Ούτε οι αντάρτες, ούτε η ηγεσία του PKK φαίνεται να τρέφουν αυταπάτες για τους κινδύνους. Φαίνεται πως προσεγγίζουν τη διαδικασία με στρατηγική επιφυλακτικότητα και πολιτική διορατικότητα, διατηρώντας σκόπιμα το ενδεχόμενο επιστροφής στον ένοπλο αγώνα αν χρειαστεί. Όπως δήλωσε η Μπεσέ Χοζάτ,5 συμπρόεδρος του Εκτελεστικού Συμβουλίου της KCK, σε συνέντευξη μετά τον συμβολικό αφοπλισμό 30 ανταρτών στο ιρακινό Κουρδιστάν τον Ιούλιο:

Αν συμμορφωνόμασταν άνευ όρων με κάθε απαίτηση του κράτους, το αποτέλεσμα θα ήταν το εξής: άλλες ομάδες θα αναμενόταν να κάνουν το ίδιο—να καταστρέψουν τα όπλα τους, να επιστρέψουν στην Τουρκία, να παραδοθούν. Αν αυτή η προσέγγιση καθιερωθεί ως κανόνας, το μέλλον που μας περιμένει εμάς και τους συντρόφους μας είναι είτε η φυλακή είτε ο θάνατος. Αυτό το μέλλον δεν το αποδεχόμαστε. Το τουρκικό κράτος πρέπει να το καταλάβει.

Την ίδια στιγμή, ορισμένα μέλη του κινήματος βλέπουν σε αυτή τη συγκυρία μια ευκαιρία υπέρβασης της στρατιωτικοποιημένης λενινιστικής κληρονομιάς. Μια στροφή προς ευρύτερη λαϊκή συμμετοχή και εσωτερική ανανέωση θα μπορούσε να επανατοποθετήσει το PKK μέσα σε ένα ευρύτερο δημοκρατικό πλαίσιο. Η ανάδειξη του Κόμματος Δημοκρατίας των Λαών (DEM) ως σημαντικού πολιτικού παράγοντα υποδηλώνει την πιθανότητα μετασχηματισμού του κουρδικού εθνικιστικού κινήματος σε πλουραλιστική δύναμη με δυνατότητα συγκρότησης ευρύτερων δημοκρατικών συμμαχιών στην Τουρκία. Ωστόσο, ο κίνδυνος εγκατάλειψης—τόσο από το τουρκικό κράτος όσο και από τους διεθνείς υποστηρικτές—παραμένει μεγάλος. Η υπόσχεση ανανέωσης εξαρτάται από δομικές μεταρρυθμίσεις, όχι από ρητορικές παραχωρήσεις.

Ένα πλαίσιο μεταβατικής δικαιοσύνης είναι ζωτικής σημασίας. Χωρίς αναγνώριση των εγκλημάτων του παρελθόντος—ιδίως της δεκαετία του 1990 και της βίαιης περιόδου 2015–2016—κάθε κατάπαυση του πυρός παραμένει εύθραυστη. Η αλήθεια, η επανόρθωση και η αποαποικιοποίηση της εθνικής αφήγησης αποτελούν προϋποθέσεις για ουσιαστική ειρήνη. Διαφορετικά, η συλλογική κουρδική μνήμη θα συνεχίσει να φέρει τραύματα που ενδέχεται να αναζωπυρώσουν τη σύγκρουση.

Το περιφερειακό πλαίσιο καθιστά την αποστράτευση αβέβαιη. Η Συρία παραμένει ασταθής, και η εύθραυστη κατάπαυση του πυρός μεταξύ κουρδικών δυνάμεων και του Χαγιάτ Ταχρίρ αλ-Σαμ (HTS) μετά το πρόσφατο Συνέδριο Κουρδικής Ενότητας δείχνει να εξασθενεί. Οι συνεχιζόμενες στρατιωτικές επιχειρήσεις της Τουρκίας εναντίων κουρδικών θέσεων στο Ιράκ και τη Συρία —με πάνω από 500 αεροπορικές επιθέσεις μόνο τον Μάιο του 2025 στις ζώνες ελέγχου του PKK στο ιρακινό Κουρδιστάν— υπονομεύουν τη δυνατότητα ειρηνικής μετάβασης. Παράλληλα, οι υποτιθέμενες παρασκηνιακές προσφορές της Άγκυρας —όπως η αναγνώριση κουρδικής αυτονομίας στη Συρία με αντάλλαγμα τη διάλυση του PKK—παραμένουν ασαφείς και αναξιόπιστες. Μια ευρείας κλίμακας επίθεση στη Ροζάβα θα μπορούσε να αποδιαρθρώσει πλήρως την πολιτικοστρατιωτική αρχιτεκτονική του κουρδικού εγχειρήματος.

Μέσα σε αυτό το διεθνές περιβάλλον, το PKK δεν είναι μια απομονωμένη αντάρτικη ομάδα, αλλά μέρος ενός ευρύτερου δικτύου που συγκροτήθηκε το 2002 με τη μορφή της Ένωσης Κοινοτήτων του Κουρδιστάν (KCK). Στο δίκτυο αυτό περιλαμβάνονται το PYD στη Συρία (2003), το PJAK στο Ιράν (2004), και το PÇDK στο Ιράκ (2002). Αυτές οι αδελφές οργανώσεις, αν και ονομαστικά αυτόνομες, είναι ιδεολογικά ευθυγραμμισμένες με το όραμα του Οτζαλάν για δημοκρατικό συνομοσπονδισμό, και βαθιά ριζωμένες στις κοινωνίες τους, ιδιαίτερα μέσα από φεμινιστικές πρωτοβουλίες. Η ασάφεια της έκκλησης του Οτζαλάν για αφοπλισμό —αν αφορά μόνο το τουρκικό PKK ή εκτείνεται και στις σύμμαχες δομές— εντείνει τη ρευστότητα. Ορισμένοι αναλυτές εκτιμούν ότι στελέχη μπορεί να επανατοποθετηθούν σε άλλα μέτωπα, όπως το PJAK ή τη Ροζάβα, αντί να αποστρατευθούν πλήρως, εγείροντας το ενδεχόμενο τακτικής και όχι στρατηγικής διάλυσης. Το μέλλον των ανταρτών στα βουνά του Καντίλ παραμένει αβέβαιο, καθώς τα μηνύματα της Άγκυρας είναι αμφίσημα και αντιφατικά, θολώνοντας τη γραμμή μεταξύ φήμης και πραγματικότητας. Για παράδειγμα, ο βουλευτής του AKP Σαμίλ Ταϊγιάρ ισχυρίστηκε πως περίπου 300 ανώτερα στελέχη του PKK θα μεταφερθούν σε τρίτες χώρες όπως η Νότια Αφρική και η Νορβηγία, ενώ περίπου 4000 μαχητές θα μεταβούν σταδιακά στα σύνορα. Ωστόσο, πέρα από τέτοιες ανεπίσημες δηλώσεις, ποια συγκεκριμένα βήματα—πέρα από ρητορικές κινήσεις—θα αναλάβει πραγματικά το τουρκικό κράτος;

Εσωτερικά, η καταστολή του CHP από τον Ερντογάν—ενός κόμματος που ιστορικά έχει υπάρξει κοσμικό εθνικιστικό και συνένοχο σε αντικουρδικές πολιτικές—αποκαλύπτει τις αντιφάσεις στο εσωτερικό της τουρκικής αντιπολίτευσης. Για πολλούς Κούρδους, το CHP εξακολουθεί να αποτελεί μέρος του προβλήματος και όχι μια εναλλακτική, περιπλέκοντας τη δυνατότητα συγκρότησης μιας δημοκρατικής συμμαχίας με συμπερίληψη. Την ίδια ώρα, οι εσωτερικές εντάσεις εντός του κουρδικού κινήματος, σε συνδυασμό με τη συγκεντρωτική απολυταρχία του Ερντογάν, συνεχίζουν να κατακερματίζουν το πολιτικό πεδίο, καθιστώντας αβέβαιη την προοπτική ενός πλουραλιστικού επαναπροσανατολισμού. Παρά αυτές τις προκλήσεις, το κουρδικό κίνημα επιδεικνύει αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα και στρατηγική προσαρμοστικότητα. Εξακολουθεί να αρθρώνει ένα πολιτικό όραμα που αντιστέκεται στη μιλιταριστική λογική, ενώ ταυτόχρονα υπερασπίζεται το δικαίωμα στην αυτοάμυνα—ευθυγραμμιζόμενο με παγκόσμιους αποικιοαπελευθερωτικούς αγώνες. Στη Ροζάβα, για παράδειγμα, η Αυτόνομη Διοίκηση διατηρεί μια ισχυρή δομή ασφάλειας, που περιλαμβάνει τις Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις (SDF), τις YPG-YPJ και τις δυνάμεις ασφαλείας Asayish, με εκτιμώμενη δύναμη άνω των 80.000 μελών. Στο Ροζιλατ, το PJAK συνεχίζει να οργανώνει αντίσταση ενάντια στο ιρανικό καθεστώς. Αυτοί οι σχηματισμοί αντανακλούν ένα βαθιά ριζωμένο, υπερεθνικό κίνημα, το οποίο δεν μπορεί να περιοριστεί σε ένα απλό αντάρτικο φαινόμενο.

Η υλική αυτή υποδομή δείχνει ότι, ακόμη και αν η παρούσα διαδικασία καταρρεύσει, το PKK και οι σύμμαχοί του θα μπορούσαν να στραφούν σε μια νέα, ίσως περισσότερο κατακερματισμένη και μακρόχρονη φάση αντίστασης. Δεκαετίες ασύμμετρου πολέμου, ιδεολογικής εδραίωσης και κοινωνικής ενσωμάτωσης έχουν προσδώσει στο κίνημα μια ικανότητα επιβίωσης που σπάνια συναντάται σε άλλους επαναστατικούς σχηματισμούς. Η νομιμοποίησή του δεν προκύπτει μόνο από τη στρατιωτική του ισχύ, αλλά και από την καλλιέργεια πολιτικής συνείδησης, την απελευθέρωση των φύλων και την κοινοτική αυτονομία.

Στον πυρήνα αυτής της ελπίδας αναδύεται ένα βαθύτερο ηθικό ερώτημα. Δεν είναι βαθιά άδικο—ίσως και κυνικό—να προβάλουμε τα οράματά μας για ριζοσπαστική δημοκρατία, αντικαπιταλισμό, φεμινιστικό διεθνισμό και μη-κρατικό αντιφασισμό πάνω σε έναν λαό ήδη καταβεβλημένο από περιθωριοποίηση, καταστολή, δομική φτώχεια και αδιάκοπη ποινικοποίηση; Μπορούμε, με καλή πίστη, να ζητούμε από έναν γεωπολιτικά ευάλωτο και πολιορκημένο λαό να φέρει μόνος του το βάρος των επαναστατικών μας ουτοπιών; Πώς μπορεί μια περιθωριοποιημένη επαναστατική δύναμη—πολιτικά και στρατιωτικά απομονωμένη, χωρίς κρατική ή διεθνή στήριξη—να επιβιώσει όχι μόνο ως οργάνωση, αλλά ως φορέας πολιτικού οράματος και χειραφετικής πρακτικής; Πώς μπορεί να διατηρήσει τα ιδανικά της σε ένα περιβάλλον που κυριαρχείται από ισχυρά κράτη και ιμπεριαλιστικούς δρώντες που είναι διατεθειμένοι να τη συντρίψουν με σφαγές, εθνοκαθάρσεις και συστηματική σεξουαλική βία; Αυτό το κρίσιμο σταυροδρόμι μας καλεί να επανεξετάσουμε τους ίδιους τους όρους της αλληλεγγύης μας. Πώς μπορούμε να διατηρήσουμε μια ριζοσπαστική πολιτική στάση σε μια παγκόσμια τάξη πραγμάτων που κυριαρχείται όλο και περισσότερο από μιλιταρισμό και αυταρχισμό, χωρίς να καταλήξουμε είτε στη ρομαντική αφαίρεση είτε στην πολιτική παραίτηση;

Αυτό που διακυβεύεται δεν είναι απλώς η τύχη μιας ένοπλης οργάνωσης, αλλά η βιωσιμότητα ενός πολιτικού εγχειρήματος που έχει αναδιαμορφώσει τις παραμέτρους του αγώνα στη Μέση Ανατολή. Καθώς το φάσμα ενός νέου πολέμου πλανάται εν μέσω αθετημένων υποσχέσεων και στρατιωτικής κλιμάκωσης, το κουρδικό κίνημα εξακολουθεί να θέτει ένα παγκόσμιο ερώτημα: πώς μπορεί μια επαναστατική δύναμη, στερημένη κρατικής υπόστασης και αντιμέτωπη με συντριπτική καταστολή, να διατηρήσει την χειραφετική της πράξη χωρίς να υποκύψει στην εξάλειψη ή στον συμβιβασμό;

Επαναστοχασμός της διάλυσης υπό το πρίσμα του φύλου

Για μεγάλο διάστημα στη σκιά του PKK, το κουρδικό φεμινιστικό κίνημα αναδείχθηκε από τη δεκαετία του 1990 ως ένας ισχυρός ιδεολογικός και οργανωτικός πόλος—αυτό που πολλοί περιγράφουν ως μια «επανάσταση μέσα στην επανάσταση». Αρχικά περιθωριοποιημένες σε μια στρατιωτικοποιημένη και ανδροκρατούμενη δομή, οι γυναίκες μαχήτριες μετέτρεψαν αυτόν τον αποκλεισμό σε στρατηγική ευκαιρία, δημιουργώντας μια διαλεκτική και αμοιβαία σχέση με τον ηγέτη του PKK, Αμπντουλάχ Οτζαλάν. Αυτή η σχέση, μακριά από πατριαρχική υποταγή, επέτρεψε και στα δύο μέρη να λειτουργήσουν ως πολιτικοί πόροι το ένα για το άλλο: ο Οτζαλάν αξιοποίησε το γυναικείο κίνημα για να επεκτείνει και να αναμορφώσει το PKK, ενώ οι γυναίκες χρησιμοποίησαν την συμβολική του εξουσία για να τοποθετήσουν την απελευθέρωση των φύλων στο κέντρο του κουρδικού αγώνα.

Η αναγνώριση των γυναικών από τον Οτζαλάν ως «δύναμης πρωτοπορίας της επανάστασης» υπήρξε καθοριστική για τον επαναπροσδιορισμό της ηγεσίας και της νομιμοποίησης σε ένα κίνημα διαμορφωμένο από τη μιλιταριστική ανδρική κυριαρχία (virilism). Ενθάρρυνε τη δημιουργία παράλληλων γυναικείων δομών και υποστήριξε τη δημιουργία της γυναιολογίας (jineolojî), μιας φεμινιστικής επιστημολογίας που θεωρείται κεντρική στο όραμά του για δημοκρατικό συνομοσπονδισμό. Από την πλευρά τους, οι γυναίκες του Κουρδιστάν ενίσχυσαν τη νομιμοποίηση της ιδεολογικής του ηγεσίας. Ειδικά μετά τη σύλληψή του το 1999, επανέλαβαν την έκκλησή του για αναστολή του ένοπλου αγώνα—σε μια περίοδο βαθειάς κρίσης για το PKK, που σημαδεύτηκε από μαζικές αποχωρήσεις μαχητών το 2002–2004 (περίπου 1500 μαχητές εγκατέλειψαν τον αγώνα εν μέσω ιδεολογικής αναδιάρθρωσης και εσωτερικών συγκρούσεων, που κατέληξαν σε επιστροφή στον ένοπλο αγώνα στα μέσα του 2004). Η σταθερότητα και η πίστη των γυναικών εκείνη την περίοδο ήταν στρατηγική επιλογή για τη διατήρηση της ιδεολογικής συνέχειας εν μέσω κατακερματισμού και καταστολής.

Ωστόσο, αυτή η πίστη είχε όρια. Προτάσεις για μεγαλύτερη αυτονομία—όπως η δημιουργία ενός Κουρδικού Εργατικού Γυναικείου Κόμματος—μπλοκαρίστηκαν από την Κεντρική Επιτροπή του PKK, αποκαλύπτοντας τις επίμονες δομικές αντιστάσεις. Παρ’ όλα αυτά, η συμμαχία άντεξε, ιδιαίτερα καθώς η ιδεολογική στροφή του Οτζαλάν το 2005 προς τον δημοκρατικό συνομοσπονδισμό έθεσε την ισότητα των φύλων στο επίκεντρο ενός νέου πολιτικού μοντέλου. Το 2012, ο Οτζαλάν αρνήθηκε να συναντήσει αντιπροσωπεία ειρηνευτικών συνομιλιών αν δεν υπήρχε συμμετοχή του γυναικείου κινήματος, υπογραμμίζοντας την αναντικατάστατη παρουσία του. Συμβολικά, το 2013, γυναίκες στη Ροζάβα ανακοίνωσαν τη δημιουργία των YPJ (Μονάδες Προστασίας Γυναικών) στα γενέθλια του Οτζαλάν, επαναβεβαιώνοντας τόσο την εμπιστοσύνη τους στο όραμά του όσο και τη διεκδίκηση της αυτόνομης ένοπλης παρουσίας τους.

Αυτό το παράδοξο—οικοδόμηση της γυναικείας πολιτικής αυτονομίας μέσω ενός άνδρα ηγέτη—αναδεικνύει κρίσιμες εντάσεις. Ενώ ο λόγος του Οτζαλάν προωθεί την αποστρατιωτικοποίηση και την αποκέντρωση, η χαρισματική του εξουσία παραμένει κεντρική. Ο φεμινιστικός ορίζοντας του κινήματος είναι έτσι μπλεγμένος με μια στρατηγική εξάρτηση. Οι επανειλημμένες εκκλήσεις του Οτζαλάν για αφοπλισμό του PKK, ειδικά τα τελευταία χρόνια, εντείνουν αυτή την αντίφαση: αμφισβητούν τη μιλιταριστική αρρενωπότητα που ενσωματώθηκε στον επαναστατικό αγώνα, αλλά προκαλούν επίσης αβεβαιότητα σχετικά με την επιρροή των γυναικών σε μια αποστρατιωτικοποιημένη πολιτική διαδικασία.

Ιστορικά, η ένοπλη αντίσταση επέτρεψε στις γυναίκες του Κουρδιστάν να αποκτήσουν ορατότητα, ηγεσία και νομιμοποίηση. Η συμμετοχή στον πόλεμο διέλυσε κοινωνικά ταμπού γύρω από το φύλο και δημιούργησε συμβολικό κεφάλαιο, παρ’ όλο που ενίοτε αναπαρήγαγε αυτό που κάποιες θεωρητικοί ονομάζουν «υιοθετημένη αρρενωπότητα»—μια αναπαραγωγή πατριαρχικών προτύπων υπό το προσωπείο της επαναστατικής ισότητας. Η τρέχουσα στροφή προς την αποστρατιωτικοποίηση, ενώ ανοίγει χώρο για κοινοτικά, μη ιεραρχικά φεμινιστικά εγχειρήματα, ενδέχεται επίσης να διαλύσει τις δομές που προστάτευαν και ενδυνάμωναν τις γυναίκες υπό καθεστώς κρατικής βίας. Αυτή η ένταση βρίσκεται στο επίκεντρο των σημερινών συζητήσεων για το μέλλον του κινήματος.

Η πιθανή διάλυση του PKK εγείρει επείγοντα ερωτήματα: Θα καταφέρει το γυναικείο κουρδικό κίνημα να αδράξει τη στιγμή για να διεκδικήσει πλήρη αυτονομία; Θα αναπτύξει μια διακριτή φεμινιστική τοποθέτηση απέναντι σε αυτή τη στρατηγική στροφή; Η διάλυση αποδυναμώνει ή ενδυναμώνει τις γυναίκες μέσα στον κουρδικό αγώνα; Η αποστρατιωτικοποίηση θα μπορούσε να αποτελέσει είτε ένα βήμα προς μια φεμινιστική ειρήνη είτε μια στρατηγική ευαλωτότητα. Ορισμένες αγωνίστριες προτείνουν προσεκτική, υπό όρους αποστρατιωτικοποίηση—υπό την προϋπόθεση θεσμικής εδραίωσης, διεθνούς αναγνώρισης και εγγυήσεων για τα δικαιώματα των γυναικών—καθώς ο μιλιταρισμός εδραίωσε τις ανδροκρατικές πολεμικές νοοτροπίες, και η αποστρατιωτικοποίηση μπορεί να ανοίξει χώρο για ριζοσπαστικές, κοινοτικές, μη ιεραρχικές φεμινιστικές πρακτικές. Ιστορικά ριζωμένη σε ματσίστικα ιδεώδη—όπου ο ηρωισμός, ο θάνατος στο πεδίο της μάχης (martyrdom) και η στρατιωτική αρετή καθόριζαν τη νομιμοποίηση—η κουρδική επαναστατική βία αμφισβητείται πλέον από το κάλεσμα του Οτζαλάν για αποστρατιωτικοποίηση, που στοχεύει στη μετάβαση προς έναν φεμινιστικό ορίζοντα αποσυνδεδεμένο από τη στρατιωτικοποιημένη αρρενωπότητα. Ωστόσο, άλλες προειδοποιούν ότι η αποστρατιωτικοποίηση μπορεί να εκθέσει τις γυναίκες σε νέα πατριαρχική και κρατική βία, ειδικά εάν τα επιτεύγματα των YPJ ή YJA-Star (Ελεύθερες Μονάδες Γυναικών, Yekîneyên Jinên Azad ên Star) δεν διασφαλιστούν πολιτικά.

Πέρα από τον ένοπλο αγώνα, Κούρδισσες και Τουρκάλες έχουν διαδραματίσει κρίσιμο ρόλο στη συλλογική αντίσταση και στις δεσμεύσεις για ειρήνη. Οι Μητέρες της Ειρήνης (Dayikên Aşîtîyê)—μητέρες που έχασαν παιδιά στη σύγκρουση PKK–τουρκικού κράτους—αναδείχθηκαν σε σύμβολα μη βίαιης αντίστασης στις δεκαετίες του 1990 και 2000. Καμπάνιες όπως το «Μην Πειράξεις τον Φίλο μου» (1990) και το «Οι Γυναίκες Περπατούν Μαζί» κινητοποίησαν κοινοτικά δίκτυα ενάντια στον εθνικισμό, τον ρατσισμό και τον πόλεμο. 6 Το 2009, η Φεμινιστική Πρωτοβουλία για την Ειρήνη (BİKG) ένωσε γυναίκες διαφορετικών εθνοτήτων σε κοινό αίτημα για αποστρατιωτικοποίηση, κοινωνική ανασυγκρότηση και συμμετοχικές ειρηνευτικές διαδικασίες. Τα κινήματα αυτά ανέδειξαν τον τρόπο με τον οποίο οι γυναίκες μετέτρεψαν την απώλεια και τον αποκλεισμό σε πολιτική δράση.

Σε επιστολή του με ημερομηνία 30 Μαΐου από τη φυλακή του Ιμραλί προς την Ακαδημία Γυναιολογίας (Jineolojî Academy), ο Οτζαλάν επανέλαβε πως η απελευθέρωση των γυναικών είναι το αληθινό μέτρο του σοσιαλισμού, αποκαλώντας την το θεμέλιο του επαναστατικού του οράματος. Περιέγραψε τη γυναιολογία ως ένα συνεχιζόμενο μετασχηματιστικό πρόταγμα και τις γυναίκες ως πιθανές ηγέτιδες της ειρήνης και της δημοκρατίας στη Μέση Ανατολή. Στην πραγματικότητα, ο Οτζαλάν βασίζεται στις γυναίκες για να οδηγήσουν αυτή τη μετάβαση, δεδομένου του κεντρικού τους ρόλου σε προηγούμενες ειρηνευτικές προσπάθειες στο Κουρδιστάν.

Η επιλογή της Μπεσέ Χοζάτ—μακροχρόνιας διοικήτριας και συμπροέδρου της Ένωσης Κοινοτήτων του Κουρδιστάν (KCK), και στενής συντρόφισσας της Σακινέ Τζανσίζ, της εμβληματικής φεμινίστριας του PKK που δολοφονήθηκε στο Παρίσι το 2013—ως κεντρικής φιγούρας στην τελετή συμβολικού αφοπλισμού του PKK στις 11 Ιουλίου υπογραμμίζει τη διαρκή σημασία της ηγεσίας των γυναικών στο κουρδικό κίνημα. Ακόμα και σε μια μεταβατική στιγμή, αυτή η συμβολική κίνηση επανεπιβεβαιώνει τη δέσμευση του κινήματος στην έμφυλη απελευθέρωση και τιμά την κληρονομιά της επαναστατικής κουρδικής φεμινιστικής σκέψης.

Η πρόκληση τώρα βρίσκεται στην πλοήγηση των αντιφάσεων της αποστρατιωτικοποίησης: να ισορροπηθεί η φεμινιστική ηθική με την ανάγκη αυτοάμυνας, η αυτονομία με τις στρατηγικές συμμαχίες, και η ειρηνευτική διαδικασία με την πολιτική πράξη.

Οποιαδήποτε μελλοντική ειρηνευτική διαδικασία οφείλει να τοποθετήσει τις βιωμένες εμπειρίες και τα πολιτικά οράματα των Κούρδισσων γυναικών στο επίκεντρο. Ο ρόλος τους δεν υπήρξε περιφερειακός αλλά θεμελιώδης—και είναι οι δικές τους στρατηγικές επιλογές, όχι μόνο του Οτζαλάν, που θα διαμορφώσουν το επόμενο κεφάλαιο του κουρδικού κινήματος.

Η Μπεσέ Χοζάτ ηγείται της συμβολικής τελετής αφοπλισμού του PKK στις 11 Ιουλίου 2025.

Συμπεράσματα

Από τη σκοπιά των υποστηρικτών του Κουρδικού Εργατικού Κόμματος (PKK), η ενδεχόμενη διάλυσή του δεν πρέπει να ερμηνευτεί ως το τέλος του κουρδικού αγώνα, αλλά μάλλον ως η απαρχή μιας νέας και ακόμη ακαθόριστης φάσης αντίστασης. Αν και αυτή η προσέγγιση ενσαρκώνει μια στρατηγική αισιοδοξία, απαιτεί επίσης προσεκτικό στοχασμό. Ο αναπροσδιορισμός της αντίστασης μέσα σε ένα τόσο σύνθετο πλαίσιο προϋποθέτει μια λεπτομερή κατανόηση των ορίων, των αντιφάσεων και των κινδύνων της. Με άλλα λόγια, αν και αυτή η μετάβαση μπορεί να ανοίξει νέους δρόμους για το κίνημα, δεν πρέπει να γίνει άκριτα αποδεκτή ως οριστική λύση χωρίς εις βάθος ανάλυση. Είναι απαραίτητοι μηχανισμοί που να ενσωματώνουν την εποικοδομητική κριτική των μελών και ακτιβιστ(ρι)ών του PKK—ιδίως τις φωνές των γυναικών πολιτικών κρατουμένων—ώστε η διαδικασία αυτή να έχει νομιμοποίηση.

Το PKK βρίσκεται αντιμέτωπο με έναν συνδυασμό πολύπλοκων προκλήσεων, όπως η εντεινόμενη στρατιωτική και τεχνολογική πίεση, καθώς και πολιτικοί περιορισμοί τόσο σε εσωτερικό όσο και σε περιφερειακό επίπεδο. Οι συνθήκες αυτές περιορίζουν σοβαρά τη δυνατότητα του κινήματος να διατηρήσει τον ένοπλο αγώνα και να επιτύχει δομικό μετασχηματισμό. Η μετατόπιση προς μορφές οργάνωσης με επίκεντρο την κοινωνία των πολιτών και εντός νομικού πλαισίου αποτελεί ένα σημαντικό στρατηγικό στοίχημα. Αν και αυτή η μετάβαση αξίζει σοβαρή εξέταση και πειραματισμό, η επιτυχία της εξαρτάται από την εκπλήρωση ορισμένων κρίσιμων προϋποθέσεων· αν αυτές απουσιάζουν, ο κίνδυνος αποτυχίας ή περιθωριοποίησης παραμένει ουσιαστικός. Επιπλέον, η ένταση ανάμεσα στις άμεσες πιέσεις του κράτους και το μακροπρόθεσμο όραμα του PKK για μια παρατεταμένη πολιτική διαδικασία εγείρει ερωτήματα για τη βιωσιμότητα και το χρονοδιάγραμμα αυτής της στροφής.

Εάν η πολιτική διαδικασία υπονομευθεί ξανά από τον Ερντογάν, το PKK δηλώνει έτοιμο να επανεκκινήσει τον ένοπλο αγώνα—όχι από απόγνωση, αλλά ως συνέχεια μιας βαθιά ριζωμένης πολιτικής λογικής που βασίζεται στην συλλογική αξιοπρέπεια και την αυτοδιάθεση. Ωστόσο, μια τέτοια αναζωπύρωση θα συνοδευόταν πιθανότατα από σοβαρές δυσκολίες και κόστος, το οποίο θα βάρυνε δυσανάλογα τον κουρδικό πληθυσμό.

Το κουρδικό απελευθερωτικό κίνημα δεν παίζει απλώς έναν τακτικό ρόλο στο γεωπολιτικό σκηνικό, αλλά ενσαρκώνει ένα ριζοσπαστικό πολιτικό σχέδιο που αμφισβητεί ριζικά τις κυρίαρχες έννοιες περί εθνικής κυριαρχίας και νομιμότητας στην περιοχή. Οποιαδήποτε ουσιαστική αλλαγή στον στρατηγικό του προσανατολισμό απαιτεί κατανόηση της διαπλοκής ανάμεσα σε δομικούς περιορισμούς, γεωπολιτικούς κινδύνους και ασύμμετρες σχέσεις εξουσίας σε τοπικό, περιφερειακό και διεθνές επίπεδο. Στην καλύτερη περίπτωση, η στροφή προς την θεσμική συγκρότηση μπορεί όχι μόνο να ενισχύσει την πολιτική νομιμοποίηση του κινήματος, αλλά και να ανοίξει δρόμους για ενδοκουρδική συμφιλίωση—ιδίως με παλιούς αντιπάλους όπως το Δημοκρατικό Κόμμα Κουρδιστάν (KDP). Μια τέτοια στρατηγική αναδιάταξη θα μπορούσε να θέσει τα θεμέλια για μια υπερεθνική κουρδική πολιτική αρχιτεκτονική—πιο κατανοητή και διπλωματικά αποδεκτή από διεθνείς παράγοντες, ιδίως τις δυτικές δυνάμεις που ιστορικά περιθωριοποίησαν τις κουρδικές διεκδικήσεις προς όφελος των στρατηγικών τους δεσμών με την Άγκυρα.

Αυτή η διαρκής επαναδιατύπωση της κουρδικής αντίστασης έρχεται επίσης αντιμέτωπη με σημαντικές εσωτερικές προκλήσεις, όπως οι εντάσεις ανάμεσα σε φατρίες και η ανάγκη για πολιτική συμφιλίωση—που πρέπει να συμβαδίζουν με την αποδοχή του κινήματος σε περιφερειακό και διεθνές επίπεδο. Ωστόσο, η διαδικασία αυτή ενέχει τη δυνατότητα καλλιέργειας πιο συμπεριληπτικών και νομιμοποιημένων πολιτικών δομών.

Τέλος, ο προτεινόμενος μετασχηματισμός στη γλώσσα και τους τρόπους της αντίστασης—όπως αρθρώνεται από τον Αμπντουλάχ Οτζαλάν και τους υποστηρικτές του PKK—ανταποκρίνεται στις πραγματικότητες των σύγχρονων μορφών τεχνολογικής επιτήρησης και πολέμου. Αυτό θέτει υπό αμφισβήτηση τις παραδοσιακές μορφές ένοπλης αντίστασης και αναδεικνύει την ανάγκη για προσαρμοστικότητα, ανθεκτικότητα και επαναπροσδιορισμό της ισχύος με νέους, λιγότερο ορατούς τρόπους.


Καύση όπλων κατά τη διάρκεια της τελετής που σηματοδότησε τον συμβολικό αφοπλισμό του PKK, στις 11 Ιουλίου 2025.

  1. «Η διαδικασία που κορυφώθηκε με το Δωδέκατο Συνέδριό μας ξεκίνησε με μια συνάντηση στις 23 Οκτωβρίου 2024, ανάμεσα στον ανιψιό του Ηγέτη Άπο και την αντιπροσωπεία μας. Η συνάντηση αυτή πραγματοποιήθηκε σε απάντηση σε δηλώσεις και εκκλήσεις του Ντεβλέτ Μπαχτσελί, ηγέτη του Κόμματος Εθνικιστικής Δράσης (MHP), από τις αρχές Οκτωβρίου. Κατά τη διάρκεια της συνάντησης, ο Ηγέτης Άπο δήλωσε δημόσια ότι “αν πληρούνται οι αναγκαίες προϋποθέσεις, διαθέτει τόσο τη θεωρητική όσο και την πρακτική ικανότητα να μεταφέρει το Κουρδικό ζήτημα από το πλαίσιο της βίας και της σύγκρουσης σε εκείνο της δημοκρατικής πολιτικής και της νομικής επίλυσης.” Τους επόμενους μήνες, πραγματοποιήθηκε σειρά συναντήσεων ανάμεσα στην αντιπροσωπεία του Κόμματος Ισότητας και Δημοκρατίας των Λαών (Κόμμα DEM) και τον Ηγέτη Άπο στο νησί Ιμραλί. Αυτές οι συναντήσεις συνοδεύτηκαν από μηνύματα του Ηγέτη Άπο, που διαμόρφωσαν περαιτέρω τη διαδικασία. Αρχικά απηύθυνε επιστολές προς την ηγεσία των πολιτικών κομμάτων στην Τουρκία και ακολούθως προς εμάς. Σε αυτές τις επιστολές, διατύπωσε τη θέση του για την ολοκλήρωση των δραστηριοτήτων υπό την ονομασία του PKK και τον τερματισμό του ένοπλου αγώνα, υποστηρίζοντας ότι η ιστορική αποστολή του PKK έχει πλέον ολοκληρωθεί. Στην απάντησή μας, εκφράσαμε την ετοιμότητά μας να συγκαλέσουμε το προτεινόμενο συνέδριο, τονίζοντας ωστόσο ότι τόσο θεμελιώδεις αποφάσεις μπορούν να ληφθούν μόνο με την άμεση παρουσία και ηγεσία του Ηγέτη Άπο κατά τη διάρκεια του ίδιου του συνεδρίου. Σε επόμενο στάδιο, ο Ηγέτης Άπο, μέσω της αντιπροσωπείας του Κόμματος DEM, απηύθυνε την “Έκκληση για Ειρήνη και Δημοκρατική Κοινωνία” στις 27 Φεβρουαρίου. Σε αυτήν, μας κάλεσε να συγκαλέσουμε το συνέδριο και να λάβουμε αποφάσεις για την επίσημη ολοκλήρωση των δραστηριοτήτων του PKK και τον τερματισμό του ένοπλου αγώνα. Δήλωσε επίσης ότι αναλαμβάνει πλήρως την ιστορική ευθύνη για την πρωτοβουλία αυτή. Κατόπιν αυτής της έκκλησης, με δημόσια δήλωση που εκδώσαμε την 1η Μαρτίου, επαναβεβαιώσαμε τη θέση που είχαμε ήδη εκφράσει στην επιστολή μας προς τον Ηγέτη Άπο. Για την υποστήριξη της διαδικασίας, ανακοινώσαμε μονομερή κατάπαυση του πυρός, την οποία κοινοποιήσαμε στο κοινό. Οι εξελίξεις αυτές προκάλεσαν έντονο δημόσιο διάλογο, τόσο εντός όσο και εκτός Τουρκίας. Συμμετείχαμε ενεργά σε αυτές τις συζητήσεις, παρουσιάζοντας τις απόψεις μας και επιδιώκοντας να προσφέρουμε τόσο γραπτές όσο και προφορικές αξιολογήσεις ώστε ο λαός μας και οι σύμμαχοί μας να κατανοήσουν σε βάθος τη διαδικασία. Επιπλέον, μεταβιβάσαμε τόσο τα πρακτικά των συναντήσεων με τον Ηγέτη Άπο όσο και τις κατευθυντήριες οδηγίες που καταρτίστηκαν εκ μέρους της ηγεσίας του PKK και του PAJK (Κουρδικό Κόμμα Ελεύθερων Γυναικών) σχετικά με την οργάνωση του κόμματός μας. Όλες αυτές οι ενέργειες πραγματοποιήθηκαν με πλήρη γνώση και συναίνεση της αντιπροσωπείας του συνεδρίου. (Για ολόκληρη τη δήλωση, βλ. την ανακοίνωση της Κεντρικής Επιτροπής του PKK με ημερομηνία 4 Μαΐου 2025.

  2. «Το όραμά μας για τη νέα εποχή θεμελιώνεται στην ανασυγκρότηση της κοινωνίας με βάση τη δημοκρατική εθνότητα, τις αρχές της οικολογικής οικονομίας (eco-economic principles) και τον κοινοτισμό. Για να εδραιώσουμε φιλοσοφικά αυτή τη δομή—τις ιδεολογικές της διαστάσεις και την ενσάρκωσή της μέσα στην κοινωνία—φέρομε την ευθύνη της διατύπωσης του θεωρητικού και εννοιολογικού της πλαισίου… Βρισκόμαστε στη διαδικασία διαμόρφωσης των ιδεολογικών στοιχείων, του πρακτικού προγράμματος και των τακτικο-στρατηγικών διαστάσεων του μέλλοντος. Η δημοκρατική κοινωνία αποτελεί το πολιτικό πρόγραμμα αυτής της εποχής. Δεν στοχεύει το κράτος ως πρωταρχικό της αντικείμενο. Η πολιτική της δημοκρατικής κοινωνίας είναι η δημοκρατική πολιτική… Ο δημοκρατικός σοσιαλισμός, επίσης, συνιστά μια κοινωνικά θεμελιωμένη δημοκρατία… Η ελεύθερη ζωή των λαών είναι δυνατή μέσω της κοινότητας… Στην προσπάθειά μας να υπερβούμε τη νεωτερικότητα και τον ‘πραγματικό σοσιαλισμό’ που την υπηρέτησε, αναπτύξαμε μια νέα ανάλυση και μια εναλλακτική σοσιαλιστική θεωρία. Ονομάσαμε αυτό το πλαίσιο “Δημοκρατική Νεωτερικότητα.” Σε αυτήν, το δημοκρατικό έθνος προτείνεται ως εναλλακτική στο έθνος-κράτος· η κοινότητα και ο κοινοτισμός αντικαθιστούν τον καπιταλισμό· και η οικο-οικονομία προβάλλεται ως εναλλακτική της εκβιομηχάνισης. Αναπτύχθηκαν αντίστοιχες αναλύσεις για να υποστηρίξουν αυτές τις εννοιολογικές μετατοπίσεις… Η νίκη στο Κουρδιστάν θα επηρεάσει επίσης τη Συρία, το Ιράν και το Ιράκ. Η Τουρκική Δημοκρατία θα έχει την ευκαιρία να ανανεωθεί, να αγκαλιάσει τη δημοκρατία και να αναλάβει ηγετικό ρόλο στην περιοχή… Μπορώ να πω με βεβαιότητα ότι οι αντίπαλοι αυτής της διαδικασίας στερούνται ουσιαστικών αξιών—και τελικά θα αποτύχουν. Ωστόσο, η υλοποίηση αυτού του οράματος φέρει μεγάλη ευθύνη για όλες τις εμπλεκόμενες πλευρές. Η περιφερειακή συνομοσπονδία αποκαλύπτεται ως απόλυτη αναγκαιότητα· και ταυτόχρονα, αυτός ο δρόμος καλεί αναπόφευκτα στην ανάδυση μιας νέας μορφής διεθνισμού.» Διάβασε ολόκληρη την επιστολή εδώ

  3. Το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (Adalet ve Kalkınma Partisi, AKP) απάντησε με εντατικοποίηση της καταστολής. Το 2009, οι «δίκες KCK» οδήγησαν στη σύλληψη σχεδόν 10.000 ατόμων—πολιτικών, υπερασπιστών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συνδικαλιστών και φεμινιστριών—με γενικές κατηγορίες περί τρομοκρατίας. 

  4. Η έννοια της «κομούνας» γίνεται κεντρική. Για τον Οτζαλάν, αποτελεί το αυθεντικό όργανο του λαού, σε αντίθεση με το έθνος-κράτος, το οποίο βλέπει ως ένοπλη προέκταση του καπιταλισμού. Η οικοδόμηση μιας κοινοτικής κοινωνίας μέσω δημοκρατικών δήμων είναι εφικτή μόνο με έναν συνεκτικό αντικαπιταλιστικό αγώνα, υποστηριζόμενο από πολιτική σαφήνεια και αταλάντευτη αποφασιστικότητα. Χωρίς αυτά, το εγχείρημα θα αποτύχει. 

  5. Η οικογένεια της Μπεσέ Χοζάτ υπήρξε θύμα της σφαγής που διέπραξε το τουρκικό κράτος κατά την εξέγερση του Ντερσίμ το 1938. Όπως δήλωσε η ίδια, η οικογένειά της ήταν θύμα γενοκτονίας: τόσο ο πατέρας όσο και ο παππούς της σκοτώθηκαν, ενώ ο αδελφός και η αδελφή της δολοφονήθηκαν επίσης από το τουρκικό κράτος. Η γιαγιά της, επιζήσασα της σφαγής, κατάφερε να δραπετεύσει αφού υπέμεινε ακραίες κακουχίες από Τούρκους στρατιώτες. 

  6. Δες, για παράδειγμα, αυτό το άρθρο της Σόμα Νεγανταρινία.